-
1 απαρασκεύαστος
-
2 ἀπαρασκεύαστος
-
3 απαρασκευαστος
-
4 ἀπαρασκεύαστος
ἀπαρασκεύαστος, ον (s. παρασκευάζω; X. et al.; Jos., Ant. 4, 293; s. Nägeli 16) not ready, unprepared (actually a military t.t.) εὑρεῖν τινα ἀ. find someone not in readiness 2 Cor 9:4.—DELG s.v. σκεῦος.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπαρασκεύαστος
-
5 απαρασκεύαστος
η, ο [ος, ον ] неподготовленный, неготовый;ομιλώ απαρασκεύαστος — говорить без подготовки, экспромтом
-
6 ἀπαρασκεύαστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπαρασκεύαστος
-
7 απαρασκεύαστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απαρασκεύαστος
-
8 ἀπαρασκεύαστος
неготовый, неподготовленный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπαρασκεύαστος
-
9 ἀπαρασκεύαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρασκεύαστος
-
10 ἀπαρασκεύαστος
ἀ-παρα-σκεύαστος, unvorbereitet, ungerüstet -
11 απαρασκευαστότερον
ἀπαρασκεύαστοςadverbial compἀπαρασκεύαστοςmasc acc comp sgἀπαρασκεύαστοςneut nom /voc /acc comp sg -
12 ἀπαρασκευαστότερον
ἀπαρασκεύαστοςadverbial compἀπαρασκεύαστοςmasc acc comp sgἀπαρασκεύαστοςneut nom /voc /acc comp sg -
13 απαρασκευος
-
14 απαρασκευαστότατα
-
15 ἀπαρασκευαστότατα
-
16 απαρασκευάστως
-
17 ἀπαρασκευάστως
-
18 απαρασκεύαστον
-
19 ἀπαρασκεύαστον
-
20 απαράσκευος
η, ο [ος, ον ] см. απαρασκεύαστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απαρασκεύαστος — απαρασκεύαστος, η, ο και απαράσκευος, η, ο επίρρ. α απροετοίμαστος, ανέτοιμος: Η χώρα ήταν απαρασκεύαστη για πολεμική αναμέτρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαρασκεύαστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρασκεύαστος — κ. απαράσκευος, η, ο (Α ἀπαρασκεύαστος, ον κ. ἀπαράσκευος, ον) 1. αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί 2. ανέτοιμος, απροετοίμαστος … Dictionary of Greek
ἀπαρασκευαστότερον — ἀπαρασκεύαστος adverbial comp ἀπαρασκεύαστος masc acc comp sg ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευαστότατα — ἀπαρασκεύαστος adverbial superl ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευάστως — ἀπαρασκεύαστος adverbial ἀπαρασκεύαστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκεύαστον — ἀπαρασκεύαστος masc/fem acc sg ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευαστοτάτοις — ἀπαρασκεύαστος masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευαστοτέρῳ — ἀπαρασκεύαστος masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευάστοις — ἀπαρασκεύαστος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευάστου — ἀπαρασκεύαστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)