-
1 παρασκευαστος
-
2 απαρασκευαστος
См. также в других словарях:
παρασκευαστός — ή, όν, Α [παρασκευάζω] αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει … Dictionary of Greek
παρασκευαστόν — παρασκευαστός that can be provided masc/fem acc sg παρασκευαστός that can be provided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)