Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρασημοφορώ

  • 1 παρασημοφορώ

    (ε) μετ. награждать (орденом, медалью)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρασημοφορώ

  • 2 παρασημοφορώ

    madalya takmak

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > παρασημοφορώ

  • 3 медаль

    медаль ж το μετάλλιο* золотая \медаль το χρυσό μετάλλιο наградить \медалью παρασημοφορώ· вручить \медаль απονέμω ( μετάλλιο)
    * * *
    ж
    το μετάλλιο

    золота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο

    награди́ть меда́лью — παρασημοφορώ

    вручи́ть меда́ль — απονέμω (μετάλλιο)

    Русско-греческий словарь > медаль

  • 4 наградить

    наградить, награждать βραβεύω· παρασημοφορώ (орденом)
    * * *
    = награждать
    βραβεύω; παρασημοφορώ ( орденом)

    Русско-греческий словарь > наградить

  • 5 орден

    орден м το παράσημο· \орден Ленина το παράσημο Λένιν наградить \орденом παρασημοφορώ
    * * *
    м
    το παράσημο

    о́рден Ле́нина — το παράσημο Λένιν

    награди́ть о́рденом — παρασημοφορώ

    Русско-греческий словарь > орден

  • 6 награждать

    награждать
    несов
    1. ἀνταμείβω, (ἐπι-) βραβεύω:
    \награждать орденом παρασημοφορώ, ἀπονέμω παράσημο· \награждать кого-л. улыбкой ἀνταμείβω κάποιον μέ χαμόγελο, χαρίζω σέ κάποιον ἕνα χαμόγελο·
    2. (наделять) προικίζω, χαρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > награждать

  • 7 орден

    орден
    м
    1. τό παράσημο[ν]:
    \орден Ленина τό παράσημο τοῦ Λένιν \орден Красного Знамени τό παράσημο τής Κόκκινης σημαίας· \орден Красной Звезды́ τό παράσημο τοῦ Κόκκινου 'Αστέρα· получать \орден παίρνω παράσημο, παρασημοφορούμαι· награждать \орденом ἀπονέμω παράσημο, παρασημοφορώ· награждение \орденом ἡ παρασημοφο-ρία·
    2. ист. τό τάγμα:
    \орден иезуитов τό τάγμα τῶν Ίησουιτών
    3. архит. ὁ ρυθμός.

    Русско-новогреческий словарь > орден

  • 8 decorate

    ['dekəreit]
    1) (to add some kind of ornament etc to (something) to make more beautiful, striking etc: We decorated the Christmas tree with glass balls.) διακοσμώ,στολίζω
    2) (to put paint, paper etc on the walls, ceiling and woodwork of (a room): He spent a week decorating the living-room.) βάφω,σκεπάζω με χαρτί ταπετσαρίας
    3) (to give a medal or badge to (someone) as a mark of honour: He was decorated for his bravery.) παρασημοφορώ
    - decorative
    - decorator

    English-Greek dictionary > decorate

  • 9 вручить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. врученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    εγχειρίζω, δίνω στα χέρια προσωπικά, ιδιοχείρως, επιδίδω•

    он -ил ей деньги αυτός της έδοσε στα χέοια χρήματα•

    вручить орден παρασημοφορώ•

    вручить письмо δίνω γράμμα στα χέρια.

    || εμπιστεύομαι•

    вручить свою судьбу εμπιστεύομαι την τύχη μου.

    Большой русско-греческий словарь > вручить

  • 10 наградить

    -разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•

    орденом παρασημοφορώ.

    || εκφράζω ευγνωμοσύνη•

    наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•

    взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.

    2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•

    природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.

    3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•

    наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•

    наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.

    Большой русско-греческий словарь > наградить

  • 11 орден

    α.
    1. (πλθ. ордена)• παράσημο•

    орден ленина το παράσημο του Λένιν•

    наградить -ом βραβεύω με παράσημο, απονέμω παράσημο, παρασημοφορώ.

    2. τάγμα•

    орден иезуитов τάγμα Ιησού ιτών•

    монашеский орден μοναχικό τάγμα•

    рыцарский орден меченосцев ιπποτικό τάγμα ξιφοφό-ρων.

    3. βλ. ордер (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > орден

  • 12 отличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διακρίνω• ξεχωρίζω•

    отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•

    его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).

    2. βραβεύω παρασημοφορώ.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•

    отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•

    отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.

    || διαπρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > отличить

См. также в других словарях:

  • παρασημοφορώ — παρασημοφορώ, παρασημοφόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασημοφορώ — έω 1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο 2. (μέσ. παθ.) παρασημοφορούμαι α) τιμώμαι με παράσημο β) φορώ παράσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παρασημοφορώ — παρασημοφόρησα, παρασημοφορήθηκα, παρασημοφορημένος, μτβ., δίνω, απονέμω παράσημο: Τον παρασημοφόρησαν για τον ηρωισμό του στη μάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασημοφόρηση — η [παρασημοφορώ] παρασημοφορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»