-
1 παρασημοφορώ
(ε) μετ. награждать (орденом, медалью) -
2 παρασημοφορώ
madalya takmak -
3 медаль
медаль ж το μετάλλιο* золотая \медаль το χρυσό μετάλλιο наградить \медалью παρασημοφορώ· вручить \медаль απονέμω ( μετάλλιο)* * *жτο μετάλλιοзолота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο
награди́ть меда́лью — παρασημοφορώ
вручи́ть меда́ль — απονέμω (μετάλλιο)
-
4 наградить
наградить, награждать βραβεύω· παρασημοφορώ (орденом)* * *= награждатьβραβεύω; παρασημοφορώ ( орденом) -
5 орден
орден м το παράσημο· \орден Ленина το παράσημο Λένιν наградить \орденом παρασημοφορώ* * *мτο παράσημοо́рден Ле́нина — το παράσημο Λένιν
награди́ть о́рденом — παρασημοφορώ
-
6 награждать
награждатьнесов1. ἀνταμείβω, (ἐπι-) βραβεύω:\награждать орденом παρασημοφορώ, ἀπονέμω παράσημο· \награждать кого-л. улыбкой ἀνταμείβω κάποιον μέ χαμόγελο, χαρίζω σέ κάποιον ἕνα χαμόγελο·2. (наделять) προικίζω, χαρίζω. -
7 орден
орденм1. τό παράσημο[ν]:\орден Ленина τό παράσημο τοῦ Λένιν \орден Красного Знамени τό παράσημο τής Κόκκινης σημαίας· \орден Красной Звезды́ τό παράσημο τοῦ Κόκκινου 'Αστέρα· получать \орден παίρνω παράσημο, παρασημοφορούμαι· награждать \орденом ἀπονέμω παράσημο, παρασημοφορώ· награждение \орденом ἡ παρασημοφο-ρία·2. ист. τό τάγμα:\орден иезуитов τό τάγμα τῶν Ίησουιτών3. архит. ὁ ρυθμός. -
8 decorate
['dekəreit]1) (to add some kind of ornament etc to (something) to make more beautiful, striking etc: We decorated the Christmas tree with glass balls.) διακοσμώ,στολίζω2) (to put paint, paper etc on the walls, ceiling and woodwork of (a room): He spent a week decorating the living-room.) βάφω,σκεπάζω με χαρτί ταπετσαρίας3) (to give a medal or badge to (someone) as a mark of honour: He was decorated for his bravery.) παρασημοφορώ•- decorative
- decorator -
9 вручить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. врученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.εγχειρίζω, δίνω στα χέρια προσωπικά, ιδιοχείρως, επιδίδω•он -ил ей деньги αυτός της έδοσε στα χέοια χρήματα•
вручить орден παρασημοφορώ•
вручить письмо δίνω γράμμα στα χέρια.
|| εμπιστεύομαι•вручить свою судьбу εμπιστεύομαι την τύχη μου.
-
10 наградить
-разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•орденом παρασημοφορώ.
|| εκφράζω ευγνωμοσύνη•наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•
взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.
2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.
3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•
наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.
-
11 орден
-а α.1. (πλθ. ордена)• παράσημο•орден ленина το παράσημο του Λένιν•
наградить -ом βραβεύω με παράσημο, απονέμω παράσημο, παρασημοφορώ.
2. τάγμα•орден иезуитов τάγμα Ιησού ιτών•
монашеский орден μοναχικό τάγμα•
рыцарский орден меченосцев ιπποτικό τάγμα ξιφοφό-ρων.
3. βλ. ордер (2 σημ.). -
12 отличить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. διακρίνω• ξεχωρίζω•отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•
его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).
2. βραβεύω παρασημοφορώ.διακρίνομαι, ξεχωρίζω•он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•
отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•
отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.
|| διαπρέπω.
См. также в других словарях:
παρασημοφορώ — παρασημοφορώ, παρασημοφόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρασημοφορώ — έω 1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο 2. (μέσ. παθ.) παρασημοφορούμαι α) τιμώμαι με παράσημο β) φορώ παράσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παρασημοφορώ — παρασημοφόρησα, παρασημοφορήθηκα, παρασημοφορημένος, μτβ., δίνω, απονέμω παράσημο: Τον παρασημοφόρησαν για τον ηρωισμό του στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασημοφόρηση — η [παρασημοφορώ] παρασημοφορία … Dictionary of Greek