Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συχνάζω

  • 1 συχνάζω

    [сихназо] р. часто посещать, быть завсегдатаем,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συχνάζω

  • 2 бывать

    бывать 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (посещать) συχνάζω, επισκέπτο μαι· вы часто \быватьете в театре? πηγαίνετε συχνά στο θέα τρο; 3) безл.: \быватьет συμβαί νει, τυχαίνει
    * * *
    1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι
    2) ( посещать) συχνάζω, επισκέπτομαι

    вы часто быва́ете в теа́тре? — πηγαίνετε συχνά στο θέατρο

    3) безл.

    быва́ет — συμβαίνει, τυχαίνει

    Русско-греческий словарь > бывать

  • 3 посетить

    посетить, посещать 1) επισκέπτομαι· часто посещать συχνάζω* \посетить курс лекций παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων 2): посещать школу πηγαίνω στο σχολείο
    * * *
    = посещать

    ча́сто посеща́ть — συχνάζω

    посети́ть курс ле́кций — παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων

    2)

    посеща́ть шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο

    Русско-греческий словарь > посетить

  • 4 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

  • 5 вращать

    ρ.δ.μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    вращать колесо περιστρέφω τον τροχό.

    εκφρ.
    вращать глазами ή белками – στρέφω, γυρίζω τους βολβούς των ματιών ή τ’ ασπράδια.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω. || μτφ. περιτριγυρίζω, περιφέρομαι.
    2. συχνάζω, συναναστρέφομαι•

    вращать в ученых кругах συχνάζω στους επιστημονικούς κύκλους.

    Большой русско-греческий словарь > вращать

  • 6 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 7 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 8 вращаться

    вращать||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    \вращатьсяся вокру́г оси περιστρέφομαι περί τόν ἀξονα, στρέφομαι γύρω ἀπό τόν ἄξονα·
    2. (среди кого-л.) συχνάζω, βρίσκομαι τακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > вращаться

  • 9 посещцаемостьать

    посещца́емость||ать
    несов ἐπισκέπτομαι:
    часто \посещцаемостьатьагь συχνάζω· \посещцаемостьатьктъ лекции παρακολουθώ τίς παραδόσεις.

    Русско-новогреческий словарь > посещцаемостьать

  • 10 тереться

    тереть||ся
    1. τρίβομαι·
    2. перен (среди кого-л.) συχνάζω, συναναστρέφομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тереться

  • 11 бывать

    ρ.δ.
    1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•

    всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.

    2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.

    3. βρίσκομαι, είμαι•

    вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.

    4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•

    -ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...

    5. επισκέπτομαι• συχνάζω•

    он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.

    (απρόσ.) συμβαίνει.
    εκφρ.
    как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•
    как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•
    ничего не -лоπαλ. βλ. στη λ. ничуть.

    Большой русско-греческий словарь > бывать

  • 12 водить

    вожу, водишь, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ• πηγαίνω•

    водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.

    || βαδίζω επικεφαλής.
    2. οδηγώ (όχημα).
    3. κινώ επάνω σε•

    водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.

    4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•

    водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•

    водить дружбу συνάπτω φιλία.

    5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•

    водить пчел τρέφω μελίσσια•

    водить голубей κρατώ περιστέρια.

    εκφρ.
    водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•
    водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας
    1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•

    в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.

    || παρατηρούμαι• συμβαίνω•

    этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.

    || συνηθίζομαι•

    здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.

    2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•

    друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.

    || συχνάζω•

    дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.

    εκφρ.
    как -ится – όπως συνηθίζεται.

    Большой русско-греческий словарь > водить

  • 13 зачастить

    -ащу, -астишь
    ρ.σ.
    1. γίνομαι πιο συχνός ή πιο πυκνός•

    довдь -ил η βροχή δυνάμωσε.

    2. (μουσ.) παίζω με γρηγορότερο ρυθμό. || μτφ. μιλώ γρήγορα.
    3. αρχίζω να συχνάζω.

    Большой русско-греческий словарь > зачастить

  • 14 котировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. διατιμώ (αξία εμπορεύματος ή ξένου νομίσματος).
    1. διατιμιέμαι.
    2. μτφ. εκτιμιέμαι, έχω (απολαβαίνω) εκτίμηση•

    этот писатель невысоко -ется αυτός ο συγγραφέας δεν εκτιμιέται και πολύ.

    3. συχνάζω στο χρηματιστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > котировать

  • 15 тереть

    тру, тршь, παρλθ. χρ. трл
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тртый, βρ: трт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τρίβω• μαλάσσω•

    тереть глаза τρίβω τα μάτια•

    тереть спинку мочалкой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι,

    2. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•

    тереть сыр τρίβω κεφαλοτϋρι•

    тереть морковь τρίβω καρότο.

    || χτυπώ, προξενώ πόνο•

    сапог трёт η μπότα με χτυπά.

    1. τρίβομαι, μαλάσσομαι•

    тереть полотенцем τρίβομαι με την πετσέτα•

    тереть мазью τρίβομαι με την αλοιφή.

    2. ξύνομαι•

    лошадь тртся о дерево το άλογο ξύνεται στο δέντρο.

    3. στριφογυρίζω, συχνάζω, βρίσκομαι.
    4. τρίβομαι (σε λεπτά τεμάχια).

    Большой русско-греческий словарь > тереть

  • 16 частить

    чащу, частишь
    ρ.δ.
    1. βιάζομαι, ενεργώ γρήγορα•

    не -и, играй по медленнее μη βιάζεσαι, παίζε πιο αργά.

    2. επισκέπτομα ταχτικά• συχνάζω.
    3. μιλώ γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > частить

См. также в других словарях:

  • συχνάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συχνάζω — ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν [συχνός / συχνιός] πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου …   Dictionary of Greek

  • συχνάζω — σύχνασα, πάω κάπου συχνά: Συχνάζει σ αυτό το καφενείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συχνῶν — συχνάζω to be frequent fut part act masc voc sg συχνάζω to be frequent fut part act neut nom/voc/acc sg συχνάζω to be frequent fut part act masc nom sg (attic epic ionic) συχνός long fem gen pl συχνός long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχναζόντων — συχνάζω to be frequent pres part act masc/neut gen pl συχνάζω to be frequent pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνάζει — συχνάζω to be frequent pres ind mp 2nd sg συχνάζω to be frequent pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνάζον — συχνάζω to be frequent pres part act masc voc sg συχνάζω to be frequent pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνάζουσιν — συχνάζω to be frequent pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συχνάζω to be frequent pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνῇ — συχνάζω to be frequent fut ind mid 2nd sg (doric) συχνάζω to be frequent fut ind act 3rd sg (doric) συχνός long fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσύχναζον — συχνάζω to be frequent imperf ind act 3rd pl συχνάζω to be frequent imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαρίζω — συχνάζω, έρχομαι («στα κορφοβούνια θ ανεβῶ που δε ζαρίζει ο ἡλιος», Κρυστ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»