-
1 παραιτήση
παραιτήσηι, παραίτησιςsupplication: fem dat sg (epic)παραιτέομαιbeg of: aor subj mp 2nd sgπαραιτέομαιbeg of: fut ind mp 2nd sgπαραιτέομαιbeg of: aor subj mid 2nd sgπαραιτέομαιbeg of: aor subj act 3rd sgπαραιτέομαιbeg of: fut ind mid 2nd sg -
2 παραιτήσῃ
παραιτήσηι, παραίτησιςsupplication: fem dat sg (epic)παραιτέομαιbeg of: aor subj mp 2nd sgπαραιτέομαιbeg of: fut ind mp 2nd sgπαραιτέομαιbeg of: aor subj mid 2nd sgπαραιτέομαιbeg of: aor subj act 3rd sgπαραιτέομαιbeg of: fut ind mid 2nd sg -
3 παραίτηση
[-ις (-εως)] η1) отставка;υποβάλλω παραίτηση — подавать в отставку; — уходить в отставку;
2) заявление об отставке (документ);3) отказ, отречение (от чего-л.) -
4 παραίτηση
[парэтиси] ουσ θ отказ, отречение, отставка. -
5 παραίτηση
1) accoucher2) démission3) traînée -
6 παραίτηση
dymisja (f) rzecz. -
7 παραίτηση
odstoupení -
8 παραίτηση
resignationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παραίτηση
-
9 παραιτήσηι
παραίτησιςsupplication: fem dat sg (epic)παραιτήσῃ, παραιτέομαιbeg of: aor subj mp 2nd sgπαραιτήσῃ, παραιτέομαιbeg of: fut ind mp 2nd sgπαραιτήσῃ, παραιτέομαιbeg of: aor subj mid 2nd sgπαραιτήσῃ, παραιτέομαιbeg of: aor subj act 3rd sgπαραιτήσῃ, παραιτέομαιbeg of: fut ind mid 2nd sg -
10 παρ-αιτέομαι
παρ-αιτέομαι, dep. med., 1) erflehen, erbitten, durch Bitten erlangen; τί παραιτεῖται χάριν, Pind. N. 10, 30; ϑεοὺς ἐγχωρίους λιταῖς παραιτοῦ τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν, Aesch. Suppl. 516, vgl. Ch. 772; mit doppeltem accus., ἓν δ' αὐτοὺς παραιτησώμεϑα, Ar. Equ. 37; u. in Prosa, παραιτήσαντο αἱ γυναῖκες ἐςελϑεῖν ἐς τὴν ἑρκτήν, Her. 4, 146, vgl. 158; συγγνώμην παραιτέετο τὸν ϑεὸν αὐτῷ σχεῖν τῶν ῥηϑέντων, 6, 86; πα-ραίτησιν παραιτεῖσϑαι, Plat. Critia. 107 a; τρίτον ἔτι σε σμικρόν τι παραιτήσομαι, Soph. 242 a; παραιτήσῃ τοὺς ϑεούς σοι συγγνώμονας εἶναι, durch Bitten versöhnen, besänftigen, Xen. Mem. 2, 2, 14 (vgl. παραιτοῦμαί σε συγγνώμην ἔχειν, Men. bei E. M. 652, 22); Her. 3, 132 u. Folgde, oft auch mit folgdm μή, Thuc. 5, 63; Plat. Rep. III, 387 b. – 2) durch Bitten ablehnen, verbitten, τί, Plat. Prot. 358 a; Dem. Mid. 5 u. häufig bei Sp., wie Plut.; auch = ausweichen, verschmähen, πόνους Them. 3, πόλεμον Pericl. 23; u. ä. auch ἄρχοντας, Ἔφορον, ablehnen, Pol. 5, 27, 3. 33, 2; φυγάς, Eur. Med. 1154, d. i. daß man nicht verbannt werde; αἰκίαν, Pol. 1, 80, 8, öfter; vgl. noch Andoc. 1, 31. 3, 21; – durch Bitten frei machen, erbitten, ψυχήν, Her. 1, 24; τινά, losbitten, 3, 119; Pol. 4, 51, 1; vgl. auch κτεῖν', οὐ παραι-τοῦμαί σε, Eur. Heracl. 1025; Ar. Vesp. 1257; τὰς μὲν τοιαύτας ἐπιχειρήσεις παραιτητέον, S. Emp. adv. phys. 2, 118; – περί τινος, für Einen bitten, Xen. An. 6, 4, 29.
-
11 συγ-γνώμων
συγ-γνώμων, ον, 1) verzeihend; τῶν εἰρημένων συγγνώμονα εἶναι, Eur. Med. 870; ϑεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι, εἴ τι παρημέληκας, Xen. Mem. 2, 2, 14; ἁμαρτημάτων συγγν. καὶ πρᾷος, Cyr. 6, 1, 37; τὸ ἐπιεικὲς καὶ ξύγγνωμον, Plat. Legg. VI, 757, d, vgl. X, 906 c; συγγνώμονες ἔστε, gewähret, Thuc. 2, 74; – pass. was Verzeihung verdient, verzeihlich, erlaubt, ξ ύγγνωμόν τι γίγνεσϑαι καὶ πρὸς ϑεοῠ, Thuc. 4. 98. – 2) übereinstimmend, derselben Meinung; App. B. C. 2, 122; Plut. Cleom. 10.
-
12 απειλώ
-
13 κυβέρνηση
[-ις (-εως)] η1) правительство; - υπηρεσιακή служебное правительство;κυβέρνηση οικουμενική — общепартийное национальное правительство;
κυβέρνηση συνασπισμού — коалиционное правительство;
ο σχηματισμός κυβέρνησης — формирование правительства;
παραίτηση της κυβέρνησης — отставка правительства;
2) управление, правление (действие) -
14 υποβάλλω
(αόρ. υπέβαλα и υπέβαλον, παθ. αόρ. υποβλήθηκα и υπεβλήθην) μετ.1) подавать, представлять (в письменном виде);υποβάλλω αίτηση — подавать заявление;
υποβάλλω παραίτηση — подавать в отставку;
υποβάλλω τό έργο μου στον διαγωνισμό — подавать свою работу на конкурс;
2) предлагать, вносить на рассмотрение, утверждение; выдвигать, выставлять (кандидатуру);υποβάλλ νομοσχέδιο — вносить законопроект;
3) подвергать (чему-л.);υποβάλλ σε δοκιμασία — подвергать испытанию;
υποβάλλω σε κόπους — заставлять тяжело работать;
υποβάλλω σε ανάκριση — подвергать допросу;
υποβάλλω σε έξοδα — вводить кого-л. в расходы;
4) внушать, подсказывать (что-л.); наводить на мысль (о чём-л.); наталкивать (на что-л.);αυτός τού υπέβαλε να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο он научил его действовать таким образом; 5) театр, суфлировать; 6) см. υποκαθιστώ;§ υποβάλλω τα σέβη μου — моё почтение;
υποβάλλομαι — поддаваться самовнушению
-
15 παραιτέομαι
A beg of or from another, ask as a favour of him, , etc.; τι Hdt.1.24,90: with inf. added,ἓν δ' αὐτοὺς παραιτησώμεθα, ἐπίδηλον ἡμῖν.. ποιεῖν, ἢν τοῖς ἔπεσι χαίρωσι Ar.Eq.37
: with inf. for acc., ; Προμηθέα -εῖται Ἐπιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι asks P. for permission to.., Pl.Prt. 320d, cf. Hdt.4.146: c. acc. cogn.,παραίτησιν π. Pl.Criti. 107a
.2 παραιτησάμενος βασιλέα having obtained the king's leave, Hdt.6.24: generally, intercede with, appeal to a person, Id.3.132, 5.33;κτεῖν', οὐ παραιτοῦμαί σε E.Heracl. 1026
, cf. Ar.V. 1257; π. σφέας, ὡς ἄξουσι .. entreating them and saying that.., Hdt.4.158: c. dupl. acc., beg one's pardon for..,σὲ παραιτοῦμαι τάδε E.IA 685
: abs.,εἴ τις ὑμῶν ἀχθεσθήσεται, παραιτοῦμαι And.3.21
, cf. Plb.39.1.6.3 c. acc. et inf., entreat one to.., Hdt.1.90, 6.86. γ, X.Mem.2.2.14, etc.; παραιτήσομαιδ' ὑμᾶς μηδὲν ἀχθεσθῆναί μοι D.21.58
;π. σε συγγνώμην ἔχειν Men.867
: c. gen. pers. et inf., beg of.., : c. inf. only,π. μηδὲν τούτων δρᾶν Th.5.63
.II c. acc. rei, avert by entreaty, deprecate,τὴν ὀργήν Aeschin.3.198
;τὰς ζημίας ὑπέρ τινος Id.2.19
, cf. D.21.5;αἰκίαν Plb.1.80.8
;τὸν φθόνον Plu.Pomp.56
;τὸ ἀποθανεῖν Act.Ap.25.11
: abs., τοῖς.. παραιτουμένοις [πρᾷοί εἰσιν] Arist.Rh. 1380a28, cf. PCair.Zen.482.14 (iii B. C.).2 decline, deprecate,χάριν Pi.N.10.30
;τὴν διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων Pl. Prt. 358a
;τοὺς πότους Plu.Them.3
;τοὺς.. γραώδεις μύθους 1 Ep.Ti. 4.7
; π. [τὰ ὦτα] refuse to hear, Philostr.Her.11; refuse,βρώσεις Id.VA1.8
, cf. Porph.Abst.4.7: c. inf., παλιλλογεῖν παρῄτηται Sch.Il.1.365; in Rev.Phil.32.252; also τοὺς πολλοὺς χαρακτῆρας παρῃτημέναι εἰσὶν αἱ ἀντωνυμίαι do not admit.., A.D.Synt.104.16; reject a theory, interpretation, or MS. reading, Theo Sm.p.200 H., Iamb.VP2.7, Sch.A.R.2.127, Sch.Ar. Pax 854; except, Hdn.Gr.2.929; reject the use of, avoid,τὴν λογικήν S.E.M.7.15
, cf. Ptol.Tetr. 107, etc.3 c. acc. pers., ask him to excuse one, decline his invitation, Plb.5.27.3; παραιτησάμενος Ἔφορον, Lat. pace Ephori, Id.5.33.2: abs., Ev.Luc.14.18:—[voice] Pass., ἔχε με παρῃτημένον ibid.4 π. γυναῖκα divorce her, Plu.2.206a; π. οἰκέτην dismiss him, D.L.6.82;π. τινὰ τῆς οἰκίας Luc.Abd.19
:—[voice] Pass., .5 of medicines, relieve,ναυσίαν Dsc.3.70
; ὀδόντων ἀλγήματα ib.48.III c. acc. pers., intercede for, beg off, esp. from punishment, Hdt.3.119, Plb.4.51.1;π. τινὰ τιμωρίας Plu.Sull.31
; Θεσσαλοὺς τοῦ Μηδισμοῦ π. excuse them from the charge of Medism, Id.2.868d;π. περί τινων X.An.6.6.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιτέομαι
-
16 παραιτέομαι
παρ-αιτέομαι, (1) erflehen, erbitten, durch Bitten erlangen; παραιτήσῃ τοὺς ϑεούς σοι συγγνώμονας εἶναι, durch Bitten versöhnen, besänftigen; (2) durch Bitten ablehnen, verbitten; auch = ausweichen, verschmähen; ἄρχοντας, Ἔφορον, ablehnen; φυγάς, d. i. daß man nicht verbannt werde; durch Bitten frei machen, erbitten; τινά, losbitten; περί τινος, für einen bitten
См. также в других словарях:
παραίτηση — η 1. η εγκατάλειψη ή άρνηση αποδοχής ενός δικαιώματος, αξίωσης, θέσης ή αξιώματος: Η παραίτησή σου από το δικαστικό αγώνα θα ανοίξει το δρόμο για μια συμφωνία. 2. έγγραφο με το οποίο δηλώνεται η εγκατάλειψη του δικαιώματος, της αξίωσης κτλ.: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραίτηση — η / παραίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι] εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος νεοελλ. 1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του 2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού… … Dictionary of Greek
παραιτήσῃ — παραιτήσηι , παραίτησις supplication fem dat sg (epic) παραιτέομαι beg of aor subj mp 2nd sg παραιτέομαι beg of fut ind mp 2nd sg παραιτέομαι beg of aor subj mid 2nd sg παραιτέομαι beg of aor subj act 3rd sg παραιτέομαι beg of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
παραιτήσηι — παραίτησις supplication fem dat sg (epic) παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of aor subj mp 2nd sg παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of fut ind mp 2nd sg παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of aor subj mid 2nd sg παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek