-
1 παραγωγεύς
A introducer, IG7.2428.6 (Thebes, iii B. C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγεύς
-
2 παραγωγή
παραγωγ-ή, ἡ,2 production in court,παίδων καὶ γυναικῶν Hermog.Stat.3
;συμβολαιογράφου ἢ μαρτύρων Cod.Just.4.21.16.2
.3 in Tactics, deploying from column into line, X.Lac.11.6 (pl.), Plb.10.23.5.4 π. τῶν κωπῶν sliding motion of the oars, so that they made no splash in coming out of the water, X.HG5.1.8; drawing along of the hands in massage, Herod.Med. ap. Orib.6.20.9.5 in Surgery, coaptation in reducing a dislocation, Hp.Art.22 (pl.), Orib.49.27.5; in setting a fracture, Gal.10.430.6 supplying, furnishing,ἡ π. τοῦ ὑγροῦ τῷ ὕδρωπι Metrod. Fr.46
K., cf. PRyl. iipp.255,421, BGU 362 viii 9 (iii A. D.).II leading astray, misleading, τῆς ἀπάτης τῇ π. by the seduction of the fraud, deception practised, Hdt.6.62: freq. in Oratt., false argument, quibble, D.23.95,219 (pl.); λόγος ταῦτα καὶ π. τοῦ πράγματος attempt to mislead as to the facts, Id.30.26;οὐ περιπλοκαὶ οὐδὲ π. Plu.Fab.3
;ἐπὶ παραγωγῇ Eus.Mynd.63
.III Gramm., derivation, A.D.Synt.192.3, Adv.146.9 (pl.); π. Ἀττική ( ἀγειρέθω from ἄγω) EM8.23; formation,ἡ π. ἡ διὰ τοῦ φι A.D.Adv.194.22
; inflexion,ἡ ἐν τοῖς ὀνόμασι π. Id.Pron.18.14
.3 generally, derivation, production, creation, Iamb.Myst.3.22, Dam.Pr.39.IV ( παράγω B) coming to land, Plb.8.5.4.2 march in battle-order, Ascl. Tact.10.1, 11.1, etc.: concrete, body of troops on the march, Arr.Tact.29.2, Ael.Tact.37.2.4 evasion, delay,π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν Plu.Sull. 28
;εὐλάβεια καὶ π. Id.Luc.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγή
-
3 παραγωγιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγιάζω
-
4 παραγώγιον
παραγώγ-ιον, τό,A toll levied on ships visiting a port, Philippid.17, IG11(2).163 A24 (Delos, iii B. C.), Milet.3 No.139.6 (iii B. C.), Plb.4.47.3, Poll.9.30.II well, source, Cod.Just.11.43.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγώγιον
-
5 παραγωγίς
A groove, slot, in a torsion-engine, Ph.Bel.76.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγίς
-
6 παραγωγός
παραγωγ-ός, όν,II [voice] Pass. (proparox.), easily movable,ὀστέα Hp.Fract.16
([comp] Comp.).2 derived from another word, opp. πρωτότυπος, D.T.634.21, A.D.Adv. 146.2;ἔκ τινος Id.Synt.200.21
, EM97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. - γως by a slight change, Plu.2.316a, Ath.11.480f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγός
-
7 производительность
1. (интенсивность труда) η παραγωγικότητα 2. (объём производства) η παραγωγ/ή 3. (потенциал, возможности) η απόδοση, η ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производительность
-
8 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
См. также в других словарях:
-άδι — παραγωγ. κατάλ. ουδ. ουσ. που προήλθε από την αρχαία μτγν. και μσν. υποκορ. κατάλ. άδιον από ουσ. σε άς, άδος + αρχ. υποκορ. κατάλ. ιον: λιβάς λιβάδ ος λιβάδ ιον. Στη Νέα Ελληνική η κατάληξη αυτή έχασε την υποκοριστική της σημασία: λιβάδιον… … Dictionary of Greek
-αίοι — παραγωγ. κατάλ. βλ. αίος … Dictionary of Greek
έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» … Dictionary of Greek
αγριομανώ — (I) ( έω) (για φυτά) βγάζω άφθονους βλαστούς και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία + παραγωγ. κατάλ. – μανώ. ΠΑΡ. αγριομανητό]. (II) ( έω) (για τον άνεμο) προξενώ μεγάλη ταραχή, πνέω ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγωγική κατάληξη –… … Dictionary of Greek
αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek
αμπαδίτικος — η, ο ο καμωμένος από αμπά, χοντρό μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάς* + παραγωγ. κατάλ. ίτικος*] … Dictionary of Greek
αρμυρήθρα — η κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)] … Dictionary of Greek
διπλάρης — α, ικο δίδυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλός + παραγωγ. κατάλ. αρης*] … Dictionary of Greek
διπλάρι — το 1. διπλά υφασμένο ύφασμα, δίμιτο 2. (αλιευτ.) καθετή με δυό αγκίστρια, διπλαράκι 3. πληθ. τα διπλάρια δίδυμα παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλός + παραγωγ. κατάλ. αρι*] … Dictionary of Greek
διπλαριά — και διπλαρία, η χτύπημα με το πλατύ μέρος τού ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρι + παραγωγ. κατάλ. αριά* (πρβλ. απολυτάρι απολυταριά)] … Dictionary of Greek