-
1 παράλαμψις
παράλαμψιςshining spot on the cornea: fem nom sg -
2 παράλαμψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλαμψις
-
3 παράληψις
A receiving from another, succession to,ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1
;τῆς βασιλείας OGI90.45
(Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95 ;τῆς οὐσίας Ath.5.218c
;τῶν πόλεων D.C.36.18
; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [ τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13.c appropriation, filching, Plb.2.46.2.2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al. 1432a33.4 use, employment,τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7
; ;ἀμφορέων Porph.Antr.3
: Medic., application,ἀλειμμάτων Alex.
Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράληψις
См. также в других словарях:
παράλαμψις — shining spot on the cornea fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλαμψις — (I) ἡ, Α σημείο τού κερατοειδούς που λάμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λάμψις]. (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. παράληψη … Dictionary of Greek
παράληψη — η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ [παραλαμβάνω] το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή αρχ. 1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.) 2. άλωση, κατάληψη πόλης 3. μάθηση, μόρφωση,… … Dictionary of Greek