-
1 παππάξ
-
2 πάπραξ
πάπραξ, - ακοςGrammatical information: ?Meaning: name of a fish in Thracian sea Prasias (Hdt. 5, 16).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Two uncertain hypotheses: to πέρκη `perch', περκνός `spotted', πρακνόν μέλανα H. (Fick BB 29, 235 a.o.); onomatop. after the supposed sound, cf. βαβράζειν `chirp' (Strömberg Fischnamen 75 f.). - The word maybe Pre-Greek (- ακ-). Cf. the onomat. παππάξ, βαβ(ρ)άζω.Page in Frisk: 2,472Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάπραξ
См. также в других словарях:
παππάξ — και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α (κωμική λ.) ήχοι κατ απομίμηση τού κρότου τής πορδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
πάπραξ — ακος, ό, Α είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες τής Θράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ άλλους, η λ.… … Dictionary of Greek