См. также в других словарях:
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
παππάξ — και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α (κωμική λ.) ήχοι κατ απομίμηση τού κρότου τής πορδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek