-
1 πανοψιος
-
2 πανόψιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανόψιος
-
3 πανόψιος
παν-όψιος ( ὄψις): before the eyes of all, Il. 21.397†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πανόψιος
-
4 πανόψιος
-
5 πανόψιον
πανόψιοςall-seen: masc /fem acc sgπανόψιοςall-seen: neut nom /voc /acc sg -
6 πανόψια
πανόψιοςall-seen: neut nom /voc /acc pl -
7 παν-ωπήεις
παν-ωπήεις, = πανόψιος, Allen sichtbar, Euen. 9 ( Plan. 166).
-
8 πανωπήεις
A = πανόψιος, visible to all, APl.4.166 (Even.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανωπήεις
См. также в других словарях:
πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] … Dictionary of Greek
πανόψιον — πανόψιος all seen masc/fem acc sg πανόψιος all seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόψια — πανόψιος all seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek