Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παντο-δύναμος

См. также в других словарях:

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοδύναμος — ὁ, Α χιλιοδύναμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος, παντο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοδύναμος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια ακριβώς δύναμη ή την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + δύναμος (< δὐναμις), πρβλ. παντο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • χειροδύναμος — και χεροδύναμος, η, ο, Ν αυτός που έχει δυνατά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντο δύναμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»