Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πανοπλία

См. также в других словарях:

  • πανοπλία — πανοπλίᾱ , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc/acc dual πανοπλίᾱ , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • πανοπλίᾳ — πανοπλίαι , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλία — η το σύνολο των όπλων και εξαρτημάτων του πολεμιστή, αλλ. αρματωσιά: Η πανοπλία της εποχής του Ομήρου ήταν σύνολο επιθετικών και αμυντικών μέσων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανοπλίας — πανοπλίᾱς , πανοπλία suit of armour of a fem acc pl πανοπλίᾱς , πανοπλία suit of armour of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίαι — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίαν — πανοπλίᾱν , πανοπλία suit of armour of a fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паноплия — (Πανοπλία) полное вооружение греческого гоплита, состоявшее из поножей, лат, с внутренним и наружным поясом, меча, висевшего на левом боку, круглого щита, шлема и копья …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πανοπλιῶν — πανοπλία suit of armour of a fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίαις — πανοπλία suit of armour of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίη — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»