-
1 πανηγύρι
πανηγύρι τοцерковный праздникЭтим.< πανηγύριον < πανήγυρις «всенародное празднество» < παν- + άγυρις «собрание людей» -
2 πανηγύρι
τό1) праздник (чаще религиозный); народное гулянье; пир, торжество; веселье; 2) ярмарка; 3) шум и гам, суматоха;§
είναι γιά τα πανηγύρια — а) быть дураком, сумасшедшим; — б) никуда не годиться (о вещах) -
3 πανηγύρι
[панигири] ουσ ο всенародный праздник, празденство, торжество. -
4 πανηγυριαρχης
ου ὅ председатель панегирея ( всенародного торжественного собрания) Plut. -
5 κουτρούλ(λ)ης
ο, κουτρούλ(λ)α η лысый, плешивый человек; человек с бритой головой; плешивая женщина; женщина с бритой головой;§ του Κουτρούλ(λ)η ο γάμος (или τό πανηγύρι) беспорядок, суматоха -
6 κουτρούλ(λ)ης
ο, κουτρούλ(λ)α η лысый, плешивый человек; человек с бритой головой; плешивая женщина; женщина с бритой головой;§ του Κουτρούλ(λ)η ο γάμος (или τό πανηγύρι) беспорядок, суматоха -
7 μαθέ(ς)
επίρρ.1) конечно, безусловно, разумеется; ξέρεις πού είναι το σπίτι;ξέρω μαθέ(ς) — знаешь, где дом? — конечно,
знаю;2) в самом деле, действительно;πώς δεν ήρθε μαθέ(ς); — в самом деле, почему он не пришёл?;
3) итак, следовательно; значит;4) будто бы, якобы, как будто;δεν το ξέρεις μαθέ(ς); — будто бы ты не знаешь?;
5) разве, неужели; что ли;τί είναι εδώ;πανηγύρι μαθέ(ς); — что здесь, праздник, что ли?;
κι' εγώ τί φταίω;δεν ήμουν άρρωστος μαθέ(ς); — я-то тут при чём? Я же был болен
-
8 μαθέ(ς)
επίρρ.1) конечно, безусловно, разумеется; ξέρεις πού είναι το σπίτι;ξέρω μαθέ(ς) — знаешь, где дом? — конечно,
знаю;2) в самом деле, действительно;πώς δεν ήρθε μαθέ(ς); — в самом деле, почему он не пришёл?;
3) итак, следовательно; значит;4) будто бы, якобы, как будто;δεν το ξέρεις μαθέ(ς); — будто бы ты не знаешь?;
5) разве, неужели; что ли;τί είναι εδώ;πανηγύρι μαθέ(ς); — что здесь, праздник, что ли?;
κι' εγώ τί φταίω;δεν ήμουν άρρωστος μαθέ(ς); — я-то тут при чём? Я же был болен
-
9 πανήγυρη
[-ις (-εως)] η см. πανηγύρι 1, 2 -
10 λαμπριάτικος
λαμπριάτικος, -η, -οпасхальный:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λαμπριάτικος
-
11 Σεπτέμβριος
– Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε– Το Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια– Του Σεπτέμβρη οι βροχές πολλά κακά μας φέρνουνΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σεπτέμβριος
См. также в других словарях:
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
πανηγύρι — το 1. γενικός εορτασμός θρησκευτικής εορτής: Αύριο έχουμε το πανηγύρι του χωριού. 2. διασκέδαση, ξεφάντωμα: Η ζωή δεν είναι μόνο πανηγύρι, αλλά έχει και βάσανα. 3. (ειρων.), φιλονικία, καβγάς, ανακατωσούρα: Σχεδόν κάθε βράδυ έχει πανηγύρι με τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγύρις — πανηγύρῑς , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιομνήσι — το (Μ ἁγιομνήσιον) νεοελλ. 1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια 2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι] … Dictionary of Greek
πανηγυρήσιος — α, ο [πανηγύρι] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή αυτός που προέρχεται από πανηγύρι, πανηγυριώτικος 2. φρ. «πανηγυρήσιος μάς ήλθε» ήλθε μεθυσμένος … Dictionary of Greek
πανηγυριώτης — ο, θηλ. ώτισσα αυτός που μετέχει σε πανηγύρι ή σε συναφή εορτασμό, πανηγυριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek
Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek
Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… … Dictionary of Greek
πανηγυριώτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από το πανηγύρι ή ταιριάζει σε πανηγύρι ή σε πανηγυριστές: Έφεραν στα παιδιά πανηγυριώτικα παιχνίδια. – Γύρισαν με κεφάλια πανηγυριώτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Oil wrestling — Pehlivan redirects here. For the 1984 Turkish film, see Pehlivan (film). Yagli redirects here. For the racehorse, see Yagli (horse). Oil wrestling or Yağlı Güreş Oil wrestling tournament in Istanbul Also known as Turkish Wrestling Focus … Wikipedia