-
1 πανηγυριαρχης
ου ὅ председатель панегирея ( всенародного торжественного собрания) Plut.
См. также в других словарях:
πανηγυριάρχης — president of a masc nom sg πανηγυριαρχέω to be president of a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριάρχης — Α και πανηγυράρχης, δωρ. και αιολ. τ. παναγυριάρχας, ό ΜΑ αρχηγός πανηγύρεως, αξιωματούχος εντεταλμένος να συγκεντρώνει το πλήθος για την τέλεση μεγάλης θρησκευτικής εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανήγυρις + άρχης*] … Dictionary of Greek
πανηγυριάρχην — πανηγυριάρχης president of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριαρχώ — έω, Α [πανηγυριάρχης] είμαι αρχηγός πανηγύρεως, είμαι πανηγυριάρχης … Dictionary of Greek
παναγυριάρχας — παναγυριάρχας, ὁ (Α) (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πανηγυριάρχης … Dictionary of Greek
πανηγυρίαρχος — ὁ, Α πανηγυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανήγυρις + αρχος*] … Dictionary of Greek
πανηγυριαρχία — ή, Α [πανηγυριάρχης] το αξίωμα τού πανηγυριάρχου … Dictionary of Greek
πανηγυριαρχικός — η, όν, Α [πανηγυριάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανηγυριάρχη … Dictionary of Greek
πανηγυριάρχου — πανηγυρίαρχος president of a masc gen sg πανηγυριάρχης president of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)