-
1 гулянье
гуля||ньес1. (прогулка) ὁ περίπατος, ἡ βόλτα, τό σεργιάνι·2. (праздник) ἡ γιορτή, τό πανηγύρι, ἡ διασκέδαση [-ις]:народное \гуляньенье ἡ λαϊκή γιορτή. -
2 улица
у́лиц||аж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός. -
3 торжество
-а ουδ.γιορτασμός• γιορτή•πανηγύρι•национальное торжество εθνικός γιορτασμός•
семейное торжество οικογενειακή γιορτή.
βλ. торжественность. || θρίαμβος•торжество разума θρίαμβος του λογικού•
торжество справедливости θρίαμβος της δικαιοσύνης.
|| ευφροσύνη, αγαλλίαση.
См. также в других словарях:
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
πανηγύρι — το 1. γενικός εορτασμός θρησκευτικής εορτής: Αύριο έχουμε το πανηγύρι του χωριού. 2. διασκέδαση, ξεφάντωμα: Η ζωή δεν είναι μόνο πανηγύρι, αλλά έχει και βάσανα. 3. (ειρων.), φιλονικία, καβγάς, ανακατωσούρα: Σχεδόν κάθε βράδυ έχει πανηγύρι με τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγύρις — πανηγύρῑς , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιομνήσι — το (Μ ἁγιομνήσιον) νεοελλ. 1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια 2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι] … Dictionary of Greek
πανηγυρήσιος — α, ο [πανηγύρι] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή αυτός που προέρχεται από πανηγύρι, πανηγυριώτικος 2. φρ. «πανηγυρήσιος μάς ήλθε» ήλθε μεθυσμένος … Dictionary of Greek
πανηγυριώτης — ο, θηλ. ώτισσα αυτός που μετέχει σε πανηγύρι ή σε συναφή εορτασμό, πανηγυριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek
Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek
Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… … Dictionary of Greek
πανηγυριώτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από το πανηγύρι ή ταιριάζει σε πανηγύρι ή σε πανηγυριστές: Έφεραν στα παιδιά πανηγυριώτικα παιχνίδια. – Γύρισαν με κεφάλια πανηγυριώτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Oil wrestling — Pehlivan redirects here. For the 1984 Turkish film, see Pehlivan (film). Yagli redirects here. For the racehorse, see Yagli (horse). Oil wrestling or Yağlı Güreş Oil wrestling tournament in Istanbul Also known as Turkish Wrestling Focus … Wikipedia