-
1 παλαιγενούς
-
2 παλαιγενοῦς
-
3 ἀφρός
ἀφρός, ὁ,2 of persons and animals, foam, slaver, froth,περί τ' ἀ. ὀδόντας γίγνεται 20.168
;ἀ. περὶ στόμα Hp.Aph.2.43
, cf. Ev.Luc.9.39; frothy blood,A.
Eu. 183, cf. Fr. 372;θρομβώδεις ἀφροί S.Tr. 702
; βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, of wine, Antiph.237;κύλικα.. ἀφρῷ ζέουσαν Theophil.2
.II ἀφρὸς νίτρου, = ἀφρόνιτρον, Hp.Mul.1.75; ἀ. alone, Arist.Col. 794a20.2 ἀ. αἵματος, = σπέρμα, Diog.Apoll.A 24 D.
См. также в других словарях:
παλαιγενοῦς — παλαιγενής born long ago masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)