-
1 παλαίστρα
παλαίστρᾱ, παλαίστραwrestling-school: fem nom /voc /acc dualπαλαίστρᾱ, παλαίστραwrestling-school: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————παλαίστρᾱͅ, παλαίστραwrestling-school: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 παλαίστρα
A wrestling-school,δρόμον καὶ π. ποιησάμενος Hdt.6.126
, cf. Hp.Art.4: in pl., E.El. 528, Ar.Ra. 729, etc.;εἰς παλαίστραν φοιτῆσαι Pl.Grg. 456d
;πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους καὶ γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ X.Lac.2.1
.b Κερκυόνος π., of the spot where Cercyon slew his victims, B.17.26, Paus.1.39.3.II metaph., school,ἡ Ἀλεξάνδρου π. Plu.Demetr. 5
;ἡ Σωκράτους π. Longin.4.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαίστρα
-
3 παλαίστρᾳ
Βλ. λ. παλαίστρα -
4 παλαίστρα
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,14place for exercise, wrestling school (pars pro toto for gymnasion) -
5 παλαίστρας
παλαίστρᾱς, παλαίστραwrestling-school: fem acc plπαλαίστρᾱς, παλαίστραwrestling-school: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 παλαίστραι
παλαίστρᾱͅ, παλαίστραwrestling-school: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 παλαίστραν
παλαίστρᾱν, παλαίστραwrestling-school: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 παλαίστρη
παλαίστραwrestling-school: fem nom /voc sg (epic ionic)——————παλαίστραwrestling-school: fem dat sg (epic ionic) -
9 παλαίστραις
παλαίστραwrestling-school: fem dat pl -
10 παλαίστραισιν
παλαίστραwrestling-school: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
11 παλαίστρην
παλαίστραwrestling-school: fem acc sg (epic ionic) -
12 παλαίστρης
παλαίστραwrestling-school: fem gen sg (epic ionic) -
13 παλαίστραι
-
14 παλαῖστραι
-
15 παλαιστρών
-
16 παλαιστρῶν
-
17 παιδικός
A of a child,θρίξ IG12(5).173
iii 4 ([place name] Paros); (ii B. C.);ἡλικία Demetr.
Lac.Herc.1055.10; for or like a child, whether boy or girl, but more commonly the former, boyish, , cf. S.Fr. 841; ; π. χορός the chorus of boys, Lys.21.4; π. δῶρον a present for a child, Arist.EN 1123a15; π. ἁμαρτίαι, φιλίαι, ib. 1119a34, 1165b26; π. μαθήματα the elementary sciences, chiefly geometry, Plb.9.26a.4;π. μέτρησις Str.2.4.2
; (Milet., iii/ii B. C.); τὸ π. νικᾶν to win in the boys' games, IG5(1).275, al. (Sparta, also written [full] παιδιχόν, ib.260, al.); π. αὐλός, opp. παρθένιος, Arist.HA 581b11.2 playful, sportive,λόγοι X.Ages.8.2
; opp. σπουδαῖος, Pl.Cra. 406c. Adv. - κῶς, opp. σπουδαίως, ibid., Id.Ly. 211a, etc.II of or for a beloved youth, ὕμνοι π. love-songs, B.Fr.3.12; π. λόγος a love-tale, X.Cyr.1.4.27; παιδικά (sc. μέλη), such as the twenty-ninth Idyll of Theoc.III as Subst. [full] παιδικόν, τό, boys' gymnasium, AJA18.329(i B. C.): but mostly,2 darling, favourite, minion,μηδὲ παλλακὴν μηδὲ π. ἔχειν PTeb.104.20
(i B. C.):—elsewh. in pl. (of a single person) [full] παιδικά, ῶν, τά, mostly of a boy, S.Fr. 153, Pl.Prt. 315e, etc.; [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου his darling pupil, Id.Prm. 127b;π. ὢν καὶ πιστότατος Th.1.132
, cf. Pl. Phdr. 239a: seldom as a real pl.,ἐρασταὶ καὶ π. Id.Smp. 178e
, Onos. 24; rarely of a girl, Cratin.258, Eup.327: generally, Philostr.Her. 2.7.b metaph., darling pursuit,φιλοσοφία τὰ ἐμὰ π. Pl.Grg. 482a
, cf. Max. Tyr.35.1, Lib.Or.59.133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδικός
-
18 παλαιστριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστριαῖος
-
19 παλαιστρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστρίδιον
-
20 ἐφηβεῖον
ἐφηβ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφηβεῖον
См. также в других словарях:
παλαίστρα — παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc/acc dual παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστρᾳ — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — η ο τόπος όπου γίνεται η πάλη, μτφ. το οποιοδήποτε πεδίο άμιλλας: Θα αγωνιστούν στην παλαίστρα της επιστήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαίστρας — παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem acc pl παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστραι — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστραν — παλαίστρᾱν , παλαίστρα wrestling school fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Палестра — (Παλαίστρα, palaestra). Палестрами назывались у греков в противоположность общественным учреждениям для гимнастических упражнений, называемым гимназиями, школы для физических упражнений, содержавшиеся частными лицами, где мальчики получали… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παλαιστρῶν — παλαίστρα wrestling school fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαῖστραι — παλαίστρα wrestling school fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστραις — παλαίστρα wrestling school fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)