-
1 παιδισκάριον
παιδισκ-άριον, τό, Dim. of παιδίσκη, Men.338, 402.15, Ph.2.451, Arr.Epict.3.25.6, Luc.DMort.27.7, Hld.1.11;Aμουσικὰ π. Posidon. 28.4
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκάριον
-
2 παιδισκεῖος
II Subst. [full] παιδισκεῖον, τό, brothel, Ath.10.437f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκεῖος
-
3 παιδίσκη
A young girl, maiden, X.An.4.3.11, Anaxil.22.26, Men.102, etc.; π. νέα, of a wife, Plu.Cic.41.II young female slave, bondmaid, Lys.1.12, 13.67, PCair.Zen. 142 (iii B. C.), Ep.Gal.4.22: generally, maidservant, Ev. Marc.14.66;τοὺς παῖδας καὶ τὰς π. Ev.Luc.12.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδίσκη
-
4 παιδισκιωρός
παιδισκ-ιωρός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκιωρός
-
5 παίδισκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παίδισκος
См. также в других словарях:
παιδισκιωρός — παιδισκιωρός, ὁ (Α) αυτός που είχε τη φροντίδα τών παιδισκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *παιδίσκιον + ωρός (βλ.λ. ορώ), ενώ κατ άλλους από ιων. τ. *παιδισκ εωρος (πρβλ. παιδικέωρ [Ησύχ.])] … Dictionary of Greek