-
1 παιδισκείον
-
2 παιδισκεῖον
-
3 παιδισκεῖος
II Subst. [full] παιδισκεῖον, τό, brothel, Ath.10.437f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκεῖος
См. также в других словарях:
παιδισκείον — παιδισκεῑον, τὸ (Α) [παιδίσκη] οίκημα για τις δημόσιες παιδίσκες, πορνείο … Dictionary of Greek
παιδισκεῖον — for a child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek