-
21 αμεγαρτος
21) незавидный, т.е. тяжелый, ужасный, страшный(πόνος, ἀνέμων ἀϋτμή Hom.; μάχη Hes.; πάθος Arph.)
ἀμέγαρτα κακῶν Eur. — страшные бедствия2) жалкий, несчастный(ἄνθρωποι HH.; sc. γυνή Anth.)
-
22 ανημερος
-
23 ανθεω
1) вырастать, расти, пробиваться(ἴουλοι ἀνθοῦσιν Hom.)
ἀφρὸς ἤνσει Arph. — выступила пена2) цвести, расцветать(ῥόδοις Pind.; ἀνθεῦσιν κυπάρισσοι Theocr.)
3) быть в расцвете, процветать(ἥ ἀνθεῦσα Ἀσίη Her.; Ἀθηναῖοι ἤνθησαν Thuc.)
4) быть обильным, изобиловать(πλοῦτος ἤνθησε σφίσιν Pind.; ἀ. ἀνδράσι Her.; ἐπιθυμίαις Luc.)
σφόδρα ἐπὴ ταῖς ἐλπίσιν ἀ. Dem. — подавать большие надежды5) быть сплошь покрытым6) блистать, сверкать(ταῖς φοινικίσι Xen.)
7) быть в разгаре, достигнуть высшей степени(πάθος ἀνθεῖ Aesch., νόσος ἤνθηκεν Soph.). - см. тж. ἀνθοῦν
-
24 απεριγενητος
-
25 βουκολεω
1) пасти(βοῦς Hom.)
; med. пастись(ἵπποι βουκολέοντο Hom.)
2) досл. питать, кормить, перен. чтить(τινα Arph.)
3) тж. med. лелеять (в душе), поддерживатьβ. φροντίσιν νέον πάθος Aesch. — предаваться новой скорби;
μέ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. — не падай духом при мысли об этом подвиге4) тж. med. обманывать, надувать(τινα Arph., Plut.)
5) смягчать, тж. скрывать, таить(τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπές Luc.)
-
26 δηποθεν
-
27 διαβοησις
-
28 δυηπαθος
-
29 δυσαχης
-
30 δυσεκπερατος
-
31 δυσουρικος
-
32 εγχρωζω
ἐγχρώζω, ἐγχρώννῡμι1) окрашивать(ἥ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.)
2) запечатлевать, проникать, pass. укореняться(πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.)
-
33 εγχρωννυμι...
ἐγχρώννυμι...ἐγχρώζω, ἐγχρώννῡμι1) окрашивать(ἥ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.)
2) запечатлевать, проникать, pass. укореняться(πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.)
-
34 εκστατικος
31) смещающий(κίνησις Plat.; μεταβολέ πᾶσα ἐκστατικόν ἐστιν Arst.)
2) приводящий в восторженное состояние(ἡδοναί Plut.)
3) потерявший самообладание, обезумевший(διὰ πάθος и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὴ παραφρονοῦν Plut.)
4) легко возбуждающийся(ζῷα Arst.)
-
35 ενθουσιαστικος
-
36 εξαναφερω
(fut. ἐξανοίσω, aor. 2 ἐξανήνεγκον)1) выносить наверх или на берег2) (sc. ἑαυτόν) выплывать, добираться до берега(ἀρετῇ ναυτῶν καὴ κυβερνητῶν Plut.)
3) поправляться, выздоравливать(ἐ. καὴ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plut.)
4) носить на себе(λόγχης τύπον Plut.)
5) успешно справляться, уметь устоять(πρὸς τέν τύχην Plut.)
-
37 εξις
- εως ἥ1) владение, обладание(ἐπιστήμης κτῆσις καὴ ἕ. Plat.)
2) состояние, свойство(τοῦ σώματος Plat., Plut.; τῆς ψυχῆς Plat., Arst. и ἐν τῇ ψυχῇ Plat.)
3) филос. ( в отличие от διάθεσις и πάθος) устойчивое состояние(διαφέρει ἕ. διαθέσεως τῷ πολυχρονιώτερον εἶναι Arst.)
4) навык(и), опыт(ность)(ἐν ἀστρολογίᾳ Polyb. и εἰς τέν ἀστρολογίαν Diod.; τῶν πληρωμάτων Polyb.)
5) предрасположение, способность(πονηρὰ ψυχῆς ἕ. Plat.; τὰ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν Arst.)
-
38 επεγχεω
1) подливать, наливать(ἄλλην ἐπ΄ ἄλλῃ, sc. κύλικα Eur.)
2) проливать слезы, оплакивать(τὸ ἑαυτοῦ πάθος Aesch.)
-
39 επιβλωσκω
(3 л. sing. aor. 2 ἐπέμολε) приходить, нападать, постигать(πάθος τι ἐπέμολέ τινα Soph.)
-
40 επιπονος
21) трудовой, полный труда(βίος Lys., Xen., Plut.)
2) трудный, мучительный(ἡμέραι Soph.; πάθος Eur.; μαθήσεις καὴ μελέται Xen., ὠδίς Arst.)
3) тягостный, тяжелый(φυλακή Thuc.; ἐ. γῆρας Plat.)
ἐπίπονόν ἐστι τέν δύσκλειαν ἀφανίσαι Thuc. — трудно смыть позор4) трудолюбивый, трудящийся(ἀνήρ Arph., Plat.; ἄνθρωπος Plut.)
5) зловещий, предвещающий страдания(οἰωνός Xen.). - см. тж. ἐπίπονον
См. также в других словарях:
Πάθος — (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… … Dictionary of Greek
παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)