Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παγωμένος

См. также в других словарях:

  • παγωμένος — Επώνυμο δύο στρατιωτικών από την Κορώνη της Μεσσηνίας (Μιχαήλ και Νικόλαος), που έζησαν τον 16o αι. Ήταν αρχηγοί στρατιωτών, δηλ. στρατιωτικών σωμάτων που τα συγκροτούσαν Έλληνες πολεμιστές, οι οποίοι υπήρξαν πρόσφυγες στην Ιταλία και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • παγωμένος — η, ο βλ. παγώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγωμένος, Ιωάννης — Κρητικός ζωγράφος του 14ου αι. Τοιχογραφίες του σώζονται σε διάφορες εκκλησίες της Κρήτης κυριότερες από τις οποίες είναι: Ο Άγιος Γεώργιος κοντά στους Κωμητάδες των Σφακίων (1314), η Παναγία κοντά στον Αλίκαμπο Αποκορώνου (1316), ο Άγιος… …   Dictionary of Greek

  • Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • ακρύσταλλος — ον [κρύσταλλος] αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος …   Dictionary of Greek

  • δύσνιφος — δύσνιφος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνια 2. παγωμένος, κατάψυχρος …   Dictionary of Greek

  • εκψύχω — ἐκψύχω (AM) αρχ. μσν. 1. χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ 2. πεθαίνω, ξεψυχώ αρχ. 1. κοντανασαίνω, ασθμαίνω 2. είμαι εντελώς παγωμένος, ψυχρός …   Dictionary of Greek

  • επιψύχω — ἐπιψύχω (Α) 1. καθιστώ ψυχρό κάτι 2. παθ. ἐπιψύχομαι α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος β) κρυώνω ακόμη περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • ζακρυόεις — ζακρυόεις, εσσα, εν (Α) κρύος, κρυερός, παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις* (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί *δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα* και το κρυόεις* (< κρύος*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»