Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παγχάλεπος

См. также в других словарях:

  • παγχάλεπος — παγχάλεπος, ον (Α) (για πρόσ. και πράγματα) ο υπερβολικά δύσκολος. επίρρ... παγχαλέπως (Α) 1. υπερβολικά δύσκολα 2. φρ. «παγχαλέπως ἔχω» είμαι πολύ οργισμένος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαλεπός] …   Dictionary of Greek

  • παγχάλεπος — very difficult masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχαλέπως — παγχάλεπος very difficult adverbial παγχάλεπος very difficult masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχάλεπον — παγχάλεπος very difficult masc/fem acc sg παγχάλεπος very difficult neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχαλέποις — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχαλέπου — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχαλέπους — παγχάλεπος very difficult masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχαλέπων — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχαλέπῳ — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχάλεπα — παγχάλεπος very difficult neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχάλεποι — παγχάλεπος very difficult masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»