Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παγκάλλιστος

См. также в других словарях:

  • παγκάλλιστος — παγκάλλιστος, ον (Α) επιγρ. ο πιο ωραίος, ο ωραιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κάλλιστος] …   Dictionary of Greek

  • παγκάλλιστον — παγκάλλιστος most beautiful masc/fem acc sg παγκάλλιστος most beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκαλλίστου — παγκάλλιστος most beautiful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»