-
1 παγκάλλιστος
παγ-κάλλιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκάλλιστος
-
2 παγκάλλιστον
παγκάλλιστοςmost beautiful: masc /fem acc sgπαγκάλλιστοςmost beautiful: neut nom /voc /acc sg -
3 παγκαλλίστου
παγκάλλιστοςmost beautiful: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
παγκάλλιστος — παγκάλλιστος, ον (Α) επιγρ. ο πιο ωραίος, ο ωραιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κάλλιστος] … Dictionary of Greek
παγκάλλιστον — παγκάλλιστος most beautiful masc/fem acc sg παγκάλλιστος most beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκαλλίστου — παγκάλλιστος most beautiful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek