Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παίρνω+κάποιον+από

  • 41 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 42 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 43 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 44 взять

    взять παίρνω, λαβαίνω* возьмите! πάρτε! ◇\взять на себя... ανάλαβαίνω \взять себя в руки συγκρατιέμαι \взяться καταπιάνομαι \взяться за руки πιάνομαι από το χέρι (με κάποιον) ◇ \взяться за дело αρχίζω τη δουλειά, καταπιάνομαι με τη δουλειά
    * * *
    παίρνω, λαβαίνω

    возьми́те! — πάρτε!

    ••

    взять на себя́... — αναλαβαίνω

    взять себя́ в ру́ки — συγκρατιέμαι

    Русско-греческий словарь > взять

  • 45 θέση

    [-ις (-εως)] η
    1) место;

    πιάνω θέση — занимать место;

    αλλάζω θέση — пересаживаться;

    βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;

    όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;

    λάβετε θέσεις! — по местам!;

    2) положение, расположение, местоположение;

    βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;

    η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);

    3) положение, состояние; ситуация;

    βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;

    4) прям., перен. позиция;

    πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;

    παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;

    παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;

    ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;

    αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;

    5) долж- ность, место; положение;

    η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;

    διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;

    τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;

    6) класс, разряд;

    βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;

    7) положение, тезис;

    θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;

    θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;

    8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);

    θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;

    9) диссертация;

    § έργο με θέση — социально направленное произведение;

    είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);

    δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;

    αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;

    τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;

    στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;

    βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;

    θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θέση

  • 46 όρκος

    ο клятва; присяга;

    παίρνω ( — или δίνω, κάνω, βάνω) όρκο — клясться, давать клятву; — божиться;

    όρκο παίρνω από κάποιον — взять клятву с кого-л., заставить кого-л. поклясться;

    πατώ τον όρκο — совершать клятвопреступление, нарушать клятву

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όρκος

  • 47 πίσω

    επίρρ.
    1) сзади, позади;

    πίσω στη γωνιά — за углом;

    πίσω από — и από πίσω — за, сзади, позади; — следом;

    προς τα πίσω — назад;

    μένω ( — или πάω) πίσω — отставать;

    σαν το σκυλί πάει πίσω του — ходит за ним, как собака;

    2) назад, обратно;

    κάνω πίσω — отступать;

    πηγαίνω μπρος και πίσω — ходить взад и вперёд;

    ούτε μπρος ούτε πίσω — ни взад ни вперёд;

    γυρίζω πίσω — а) возвращать;

    γυρίζω πίσω το βιβλίο — возвращать книгу; — б) возвращаться;

    παίρνω πίσω τα λόγια μου — брать обратно свои слова;

    δίνω ( — или γυρίζω) πίσω κάτι — отдавать обратно что-л.;

    3) опять, снова, ещё, ещё раз;

    πίσω τα ίδια — опять то же самое;

    § η πίσω μεριά — или τό πίσω μέρος — а) задняя часть; — б) обратная сторона;

    τό ρολόι πάει πίσω — часы отстают;

    λέω πίσω από κάποιον — говорить о ком-л. за его спиной;

    μπρος φίλος και πίσω σκύλος — погов, в глаза ласкает, а за глаза лает; — спереди лижет, а сзади царапает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίσω

  • 48 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 49 срывать

    срыва||ть I
    несов
    1. ἀποσπῶ, ξεριζώνω, ἐκριζώ/ παίρνω (о ветре):
    ·\срывать· цветы δρέπω ἄνθη· \срывать маску с кого́-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον
    2. (гнев, раздражение и т. п.) ξεσπώ:
    \срывать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου, βγάζω τό ἄχτι μου πάνω σέ κάποιον
    3. (план, переговоры и т. п.) χαλνώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω· ◊ \срывать аплодисменты ἀποσπώ χειροκροτήματα· \срывать банк κερδίζω ὅλα τά χρήματα τής μπάγκας.
    срывать II
    несов κατεδαφίζω, γκρεμίζω:
    \срывать до основания γκρεμίζω ὁλότελα.

    Русско-новогреческий словарь > срывать

  • 50 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 51 расчет

    расчет
    м \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:
    приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·
    2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:
    производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν
    3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:
    давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·
    4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:
    по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·
    5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:
    мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·
    6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > расчет

  • 52 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

  • 53 вдогонку

    вдогонку
    нареч στό κατόπιν, κατά πόδας, ἀπό πίσω, ξωπίσω:
    пуститься \вдогонку за кем-л. παίρνω τό κατόπι, τρέχω νά προλάβω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вдогонку

  • 54 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 55 память

    па́мят||ь
    ж
    1. ἡ μνήμη / τό μνημονι-κό[ν], χ6 θυμητικό (способность запоминать):
    зрительная \память ἡ ὁπτική μνήμη· плохая \память ἡ ἄσχημη μνήμη· потеря \памятьи ἡ ἀμνησία·
    2. (воспоминание) ἡ ἀνάμνηση[-ις]:
    получить что́-л. на \память παίρνω σάν ἐνθύμιο· подарить на \память δωρίζω γιά ἐνθύμιο· (посвятить книгу, стихи́) \памятьи друга (αφιερώνω τό βιβλίο, τό ποίημα) στήν μνήμη τοῦ φίλου· в \память кого-л. εἰς μνήμην κάποιου· оставить по себе добрую \память ἀφήνω καλή ἀνάμνηση· ◊ вечная \память ему αἰωνία του ἡ μνήμη· печальной \памятьи θλιβερἄ τή μνήμη· быть без \памятьи от кого-л. εἶμαι ξετρελλαμένος μέ κάποιον быть без \памятьи (о больном) χάνω τίς αἰσθήσεις μου· по старой \памятьΗἀπό παλιά συνήθεια· учить на \память ἀποστηθίζω, μαθαίνω ἀπ· ἔξω· читать на \память, читать по \памятьи ἀπαγγέλω ἀπό μνήμης· на чьей-л, \памятьи ἐΙς τήν μνήμην κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > память

  • 56 δίνω

    (αόρ. έδωσα и έδωκα, παθ. αόρ:
    δόθηκα) μετ. 1) давить, подавать; передавать; вручать; δώσε μου το μαχαίρι дай мне нож; να τού δώσεις το βιβλίο μου передай ему мою книгу; ο θείος της της έδωσε ένα σπίτι её дядя дал ей в приданое дом;

    δίν τό χέρι μου — подавать, протягивать руку;

    δίνω μ' ενοίκιο — давить напрокат;

    δίν κάτι δανεικά — давать что-л, в долг;

    δίνω τό φάρμακο — давать лекарство;

    2) отдавать, сдавать (в ремонт и т. п.);
    3) давать (тж. в подарок), раздавать, распределять;

    δίνω ψωμί σε όλους — раздавать всем хлеб;

    έδωσε σε όλους από ένα μολύβι он всем подарил по карандашу;
    4) давать, предоставлять;

    δίνω άδεια — давать разрешение; — разрешать, позволять;

    δίνω προνόμιο — давать привилегию;

    μας έδωσε την δυνατότητα... он нам предоставил возможность...;
    5) давать милостыню;

    αυτός ποτέ δεν δίνει (ελεημοσύνη) — он никогда не подаёт (милостыню);

    6) давать, платить; предлагать (цену);

    τί δίνεις στον κηπουρό; — сколько ты платишь садовнику?;

    πόσα σρύ δίνουν γιά αυτοκίνητο; — сколько тебе предлагают за машину?;

    7) продавать; уступать (за какую-л. цену);

    τό δίνει το σπίτι του — он продаёт свой дом;

    τί θέλει γιά να μας το δώσει; за сколько он нам хочет его уступить?;
    8) приносить доход, давать прибыль;

    δίνω κέρδος — давать доход;

    δίνω οφέλεια — приносить пользу;

    ο κήπος τού δίνει πολύ λίγα — сад ему приносит очень мало дохода;

    9) выдавить замуж, отдавать (за кого-л.);
    τίς έδωσαν όλες τίς κόρες τους они выдали замуж всех своих дочерей;

    δίνω την κόρη μου σε... — выдавать дочь за...;

    10) бить, ударять; дать (разг);
    δώσε του κάμποσες дай ему хорошенько; 11) см. δίδω 2;

    δίνω τραπέζι — давать обед;

    12) (с сущ. означ. действие по значению данного существительного):

    δίν ξύλο — бить, избивать;

    δίνω κλωτσιά — пинать;

    % лягать;

    δίνω γροθιά — ударить кого-л. кулаком;

    δίνω πιστολιά — выстрелить из револьвера, пистолета;

    δίνω ντουφεκιά — выстрелить из винтовки;

    δίνω μαχεριά — ударить ножом;

    δίνω φωτιά — поджигать;

    δίνω φίλημα — целовать;

    δίνω όρκο — давать клятву; — клясться;

    δίνω τέλος — кончить;

    δίνω πίστη — верить, доверять;

    δίνω συνταγή — выписывать рецепт, прописывать лекарство;

    δίνω παράσταση — давать представление;

    δίνω τό

    παράδειγμα подавать пример;

    δίνω διαταγή — подавать команду, приказ;

    § δίνω πίσω — отдавать обратно, возвращать;

    δίνω ακρόαση — а) слушать; — выслушивать; — б) давать аудиенцию;

    δίνω προσοχή — быть внимательным, обращать внимание;

    δίνω τό λόγο — предоставлять слово (на собрании);

    δίνω λόγο — или τον λόγο μου — давать слово, обещать;

    δίνω τό λόγο της τιμής μου — давать честное слово;

    δίνω λόγο — или δίν λογαριασμό (των πράξεων μου) — давать отчёт, отчитываться (за свои поступки);

    δίνω χέρι — помогать;

    δίνω αναφορά — а) отдавать рапорт, рапортовать; — б) ирон. докладывать, доносить;

    δίνω σημασία — придавать значение;

    δίνω σε κάποιον να καταλάβει — а) давать кому-л. понять; — б) подробно объяснять кому-л.;

    δίνω αέρα σε κάποιου — многое позволять, давать волю кому-л.;

    μου δίνει στα νεύρα — он мне действует на нервы;

    δίνω τό κεφάλι μου — я готов голову дать на отсечение;

    του δίνω — уходить, смываться;

    να δώσει ο θεός να... дай бог, чтобы...;
    να μη το δώσει ο θεός не дай бог;

    δίνω σημεία ζωής — подавать признаки жизни;

    δίν καί παίρνω — разыгрывать из себя важную персону;

    του δίν (δρόμο) — прогонять;

    δίνε του уходи, убирайся; тоб 'δωκε τα παπούτσια στο χέρι он его выпроводил;
    του 'δωκα και κατάλαβε я ему задал (трёпку);

    δίνω τόπο της οργής ( — или στην οργή) — сдерживать гнев;

    δώσ' του νάχει ему дай только волю;
    δωσε-δώσε или εδωσ' εδωσε с большим трудом; δώσεδώσε τον πήρε ο ΰπνος он с большим трудом уснул;

    (δεν) μρύ δίνει χέρι — это мне (не) подходит, это (не) в моих интересах;

    δίνομαι — предаваться, отдаваться;

    δίνομαι στην επιστήμη — отдаваться науке

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δίνω

  • 57 πόδι

    τό
    1) нога;

    τρέμουν τα πόδια μου — у меня ноги подкашиваются;

    δεν στέκεται στα πόδία του — он на ногах не стоит;

    2) лапа (животного], лапка, ножка (насекомого и т, п.);
    3) ножка (мебели); 4) фут (мера длины);

    § παίρνω πόδι — уходить, увольняться;

    δίνω πόδι — прогонять, выгонять;

    πατώ πόδι — требовать, настаивать;

    τό βάζω στα πόδία — бежать со всех ног, без оглядки, уносить ноги;

    μου κόπηκαν τα πόδία μου — быть без ног (от усталости);

    είμαι με το 'ένα πόδι στον τάφο — стоять одной ногой в могиле;

    δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ — моей ноги здесь больше не будет;

    με τα πόδία — пешком;

    παρά πόδία! — воен, к ноге!;

    του έβαλα τα δυό του πόδια σ' 2να παπούτσι — он у меня в руках;

    στο πόδι — а) на ногах;

    είμαι στο πόδι από το πρωΐ — я с утра на ногах;

    πέρασα την αρρώστια στο πόδι — я перенёс болезнь на ногах; — б) на ноги;

    μας σήκωσε όλους στο πόδι — он поднял нас всех на ноги; — в) стоя, на ходу;

    τρώγω (πίνω) στο πόδι — я ем (пью) на ходу;

    έλειωσα στα πόδία μου — я валюсь с ног (от усталости);

    я еле ноги волочу (от болезни);

    πέφτω στα πόδία — падать на колени, молить,

    умолять;

    αφήνω στο πόδι μου κάποιον — оставлять вместо себя кого-л.;

    με πόδια και με χέρια — ногами и руками, всеми средствами;

    γράφει με τα πόδια — а) он пишет, как курица лапой; — б) он пишет левой ногой, он бумагу марает (о литераторе)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πόδι

  • 58 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 59 замечание

    ουδ.
    1. παρατήρηση• επιτήρηση• διερεύνηση. || πλθ. σχόλιο, κριτικές παρατηρήσεις•

    -я рецензентов παρατηρήσεις των κριτικών.

    || κατάκριση•

    я вам сделаю одно θα σας κάνω μια παρατήρηση.

    2. είδος τιμωρίας•

    он получил строгое замечание αυτός τιμωρήθηκε,με αυστηρή παρατήρηση.

    3. εποπτεία• παρακολούθηση.
    εκφρ.
    брать (взять) на замечание – παίρνω υπο την επίβλεψη•
    быть на -ии – είμαι υπο παρακολούθηση•
    попасть на замечание – μπαίνω υπο παρακολούθηση•
    быть на хорошем или дурном -ии у кого – χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης από κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > замечание

  • 60 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»