Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όρκ

См. также в других словарях:

  • εφορκισμός — ο (ΑΜ ἐφορκισμός) εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ισμός (< ὁρκ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • αμφιορκία — ἀμφιορκία, η (Α) αμοιβαίος όρκος, δηλ. 1. ο όρκος τών δικαστών από το ένα μέρος και τών διαδίκων από το άλλο 2. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι, ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *ορκ ία < ὅρκος] …   Dictionary of Greek

  • εφορκίζω — (ΑΜ ἐφορκίζω) δ. τ. τοῡ ἐπορκίζω νεοελλ. εκκλ. διώχνω με την επίκληση τού Αγίου Πνεύματος το πονηρό πνεύμα από τον κατηχούμενο χριστιανό, εξορκίζω μσν. κατηχώ απίστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ίζω (< ὅρκος)] …   Dictionary of Greek

  • εφορκιστής — ἐφορκιστής, ό (Μ) 1. εξορκιστής 2. ο ιερέας που ετοιμάζει τον κατηχούμενο για το βάπτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ιστής (< ὁρκίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιωτός — ή, ό 1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός 2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. ωτός (πρβλ. θολ ωτός, ορκ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ορκάνη — ὁρκάνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης 2. θηρευτικό δίχτυ 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ τού θ. ἑρκ τής λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)] …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • υπναπάτης — ὁ, Α αυτός που εξαπατά, που κλέβει τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ξεν απάτης, ὁρκ απάτης] …   Dictionary of Greek

  • ψηφιδωτός — ή, ό, Ν 1. κατασκευασμένος με ψηφίδες, μωσαϊκός 2. το ουδ. ως ουσ. το ψηφιδωτό παράσταση σε δάπεδο ή σε τοίχο ή σε οροφή, με τη συναρμολόγηση και τη συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων, αλλ. ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. ωτός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»