-
1 ὁρκ-ωμόσιος
ὁρκ-ωμόσιος, das Schwören eines Eides betreffend, wohl nur im neutr. τὸ ὁρκ., der Eid, ὅπως τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις ἐμπεδώσει, Plat. Phaedr. 241 a; auch Critia. 120 b, ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσιῶν καύματα χαμαὶ καϑίζοντες, scheint mit cod. Vat. ὁρκωμοσίων zu schreiben u. darunter die Eidesopfer zu verstehen, wie τὰ ὁρκωμόσια gebraucht ist Plut. Thes. 26.
-
2 ὁρκ-ωμότης
ὁρκ-ωμότης, ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.
-
3 ὁρκ-ωμοσιάζω
ὁρκ-ωμοσιάζω, = ὁρκωμοτέω, zw.
-
4 ὁρκ-ωμοσία
ὁρκ-ωμοσία, ἡ, das Schwören eines Eides, der Eidschwur, N. T.; Poll. 1, 38.
-
5 ὁρκ-ωμοτικός
ὁρκ-ωμοτικός, ή, όν, den Eidschwur betreffend, Sp., wie Eust., auch adv.
-
6 ὁρκ-ωμοτέω
ὁρκ-ωμοτέω, einen Eid schwören, τινά, bei einem Gotte, Aesch. Spt. 46, τινί, Eum. 734; ϑεούς, Soph. Ant. 264; Eur. Suppl. 1189; u. in sp. Prosa, wie Luc. Tox. 50; κατὰ σφαγίων, Plut. Pyrrh. 6.
-
7 ὁρκ-απάτης
ὁρκ-απάτης, ὁ, der mit einem Eide Betrügende, betrüglich Schwörende, Paul. Sil. 5 (V, 250).
-
8 ὁρκ-οῦρος
-
9 ὁρκ-ώμοτος
ὁρκ-ώμοτος, beschworen, wobei man schwört, Lycophr. 707.
-
10 ὁρκιατομέω
A v. ὁρκιοτ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκιατομέω
-
11 ὁρκιητόμος
A v. ὁρκιοτόμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκιητόμος
-
12 ὁρκωμόσιος
ὁρκ-ωμόσιος, das Schwören eines Eides betreffend; τὸ ὁρκ., der Eid -
13 ὀρκυνεῖον
ὀρκ-ῡνεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρκυνεῖον
-
14 ὁρκίζω
Aὁρκιξέω IG 22.1126.13
(Delph.):—like ὁρκόω (used with it in D.19.278), make one swear, administer an oath to a person, τινα; rejected by Phryn.338, but found in X.Smp.4.10, D.18.30,19.278,23.172, Arist.Fr. 149,PCair.Zen.254.2 (iii B. C.) ;ὁ. ἐφ' ᾧ ἔσται SIG684.25
(Dyme, ii B. C.): c. dupl. acc.,ὁ. τινὰς ὅρκον IG9(2).1109.52
(Thess., ii/i B.C.), 5(1).1390.1 (Andania, i B. C.); ὁ. τινά, c. inf., LXXNe.5.12 ; adjure, δαίμονας, c. inf., PMag.Par.1.345 ;ὁ. τινὰ κατὰ τοῦ Θεοῦ LXX 2 Ch.36.13
, cf. PMag.Par.1.289, PMag.Lond.121.242 ;ὁρκίζω σε τὸν Θεόν Ev.Marc.5.7
, cf. PMag.Par.1.3045 ;οὐρανὸν ὁρκίζω σε Orph.Fr. 299
;ὁ. σε τοῖς Μήδων καὶ Περσῶν δόγμασιν ἵνα.. LXXDa.6.13
:—[voice] Pass., to be sworn,ὡρκισμένοι νόμῳ ἰητρικῷ Hp.Jusj.
, cf. Plb.38.13.5. -
15 ὁρκικός
A belonging to, of the nature of, an oath, Stoic. 2.58,60, Sch.Il.1.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκικός
-
16 ὁρκίλλομαι
A swear vain oaths, Phot., dub. in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκίλλομαι
-
17 ὁρκισμός
ὁρκ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκισμός
-
18 ὁρκιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκιστής
-
19 ὁρκωμοσία
ὁρκ-ωμοσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκωμοσία
-
20 ὁρκωμόσια
ὁρκ-ωμόσια, τά,II like ὅρκια, sacrifice on taking a solemn oath or swearing to a treaty,τὰ τῶν ὁ. καύματα Id.Criti. 120b
, cf. OGI229.82 (Smyrna, iii B. C.), IG11(2).287A67 (sg., Delos, iii B. C.), SIG1007.29 (sg., Pergam., ii B. C.).III sg. ὁρκωμόσιον, τό, name of a place in Athens where a treaty or alliance had been sworn to, Plu.Thes.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκωμόσια
См. также в других словарях:
εφορκισμός — ο (ΑΜ ἐφορκισμός) εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ισμός (< ὁρκ ίζω)] … Dictionary of Greek
αμφιορκία — ἀμφιορκία, η (Α) αμοιβαίος όρκος, δηλ. 1. ο όρκος τών δικαστών από το ένα μέρος και τών διαδίκων από το άλλο 2. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι, ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *ορκ ία < ὅρκος] … Dictionary of Greek
εφορκίζω — (ΑΜ ἐφορκίζω) δ. τ. τοῡ ἐπορκίζω νεοελλ. εκκλ. διώχνω με την επίκληση τού Αγίου Πνεύματος το πονηρό πνεύμα από τον κατηχούμενο χριστιανό, εξορκίζω μσν. κατηχώ απίστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ίζω (< ὅρκος)] … Dictionary of Greek
εφορκιστής — ἐφορκιστής, ό (Μ) 1. εξορκιστής 2. ο ιερέας που ετοιμάζει τον κατηχούμενο για το βάπτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ιστής (< ὁρκίζω)] … Dictionary of Greek
κοχλιωτός — ή, ό 1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός 2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. ωτός (πρβλ. θολ ωτός, ορκ ωτός)] … Dictionary of Greek
λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ορκάνη — ὁρκάνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης 2. θηρευτικό δίχτυ 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ τού θ. ἑρκ τής λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)] … Dictionary of Greek
πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση … Dictionary of Greek
σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
υπναπάτης — ὁ, Α αυτός που εξαπατά, που κλέβει τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ξεν απάτης, ὁρκ απάτης] … Dictionary of Greek
ψηφιδωτός — ή, ό, Ν 1. κατασκευασμένος με ψηφίδες, μωσαϊκός 2. το ουδ. ως ουσ. το ψηφιδωτό παράσταση σε δάπεδο ή σε τοίχο ή σε οροφή, με τη συναρμολόγηση και τη συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων, αλλ. ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. ωτός… … Dictionary of Greek