Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δίν

См. также в других словарях:

  • θαρσήεις — θαρσήεις, εσσα, εν (Α) θαρραλέος, ανδρείος, γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + κατάλ. ήεις (πρβλ. διν ήεις, εχιδν ήεις, λαχν ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • πικράδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα») 2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.) 3. το φυτό κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • antidinic — † antiˈdinic, a. Med. Obs. 0 [ad. med.L. antidīnic us, f. anti 3 + δῖν ος whirl, dizziness: see ic.] Acting as a remedy for giddiness. in Glossogr. Nova. in Mayne Exp. Lex …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»