-
1 πιτυς
πίτυος τρόπον ἐκτρίψειν τινά погов. Her. — истребить кого-л. как сосну, т.е. вместе со всем родом ( так как срубленная сосна не дает побегов)
-
2 πίτυς
(-υος) η пиния, итальянская сосна -
3 πιτυσσιν
-
4 ακροκομος
21) с волосами на макушке(Θρήϊκες Hom.)
2) с листьями на кончике(ἐλάτας κλάδοι Eur.) или с высокой кроной (κυπάρυσσοι Theocr.; τὰ στελέχη τῶν φοινίκων Diod.; πίτυς Anth.)
-
5 βλωθρος
-
6 ενοφθαλμιαζομαι
с.-х. поддаваться прививке -
7 μελανδρυος
-
8 οξυτορος
-
9 πιλιπης
-
10 φιληνεμος
См. также в других словарях:
πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
Πίτυς — Πίτῡς , Πίτυς pine masc acc pl Πίτυς pine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίτυς — πίτῡς , πίτυς pine fem acc pl πίτυς pine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτύεσσι — Πίτυς pine masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύεσσι — πίτυς pine fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτύοιν — Πίτυς pine masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύοιν — πίτυς pine fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτύων — Πίτυς pine masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύων — πίτυς pine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίτυ — Πίτυς pine masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίτυ — πίτυς pine fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)