-
1 πίθηκος
πίθηκος, ὁ (auch πίϑηξ und πίϑων), der Affe; Ar. Ach. 120 Av. 440 u. öfter; sprichwörtlich ἀντὶ λέοντος πίϑηκον γίγνεσϑαι, Plat. Rep. IX, 590 b; πίϑηκος ἐν πορφύρᾳ, Diogen. 7, 94. – Nach Suid. auch ὁ βραχὺς ἀνϑρωπίσκος. – Auch wie bei uns Schimpfwort, πίϑηκος αὐτοτραγικός, Dem. 18, 242. – Die Ableitung von πείϑω, πιϑανός ist zw.
-
2 πίθηκος
πίθηκος, ὁ, der Affe. Auch wie bei uns Schimpfwort -
3 χοιρο-πίθηκος
χοιρο-πίθηκος, ὁ, der Schweinsaffe, Affe mit einer Schweinsschnauze, Arist. H. A. 2, 11.
-
4 κερκο-πίθηκος
κερκο-πίθηκος, ὁ, ein Schwanzaffe, Strab. XV, 699 u. Sp.
-
5 δειπνο-πίθηκος
δειπνο-πίθηκος, ὁ, Gastmahlasse, Schmarotzer, B. A. 34.
-
6 δημο-πίθηκος
δημο-πίθηκος, ὁ, Volksaffe, betrügerischer Volksschmeichler, Ar. Ran. 1083.
-
7 λεοντο-πίθηκος
λεοντο-πίθηκος, ὁ, der Löwenaffe, Sp.
-
8 αὐτο-τραγικο-πίθηκος
αὐτο-τραγικο-πίθηκος, ὁ, schreiben, ein leibhafter tragischer Affe.
-
9 ἀρκο-πίθηκος
ἀρκο-πίθηκος, Bärasse, Philostorg.
-
10 πίθων
-
11 πίθηξ
-
12 πίθᾱκος
-
13 δήνεα
δήνεα, τά, Gedanken, Rathschlüsse, Pläne, Anschläge, eigentl. = »Erfindungen«, εὑρήματα, inventa; denn das Wort kommt doch wohl sicher von δήω, wie κτῆνος von κτάομαι, vgl. Odyss. 4, 544 ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν, Iliad. 9, 418 ἐπεὶ οὐκέτι δήετε τέκμωρ Ἰλίου; Apollon. Lex. Hom. 58, 12 δήνεα· βουλεύματα. Homer bat δήνεα dreimal: in freundlichem Sinne mit ἤπιος Iliad. 4, 361 οἶδα γὰρ ὥς τοι ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσι φίλοισιν ἤπια δήνεα οἶδε· τὰ γὰρ φρονέεις ἅ τ' ἐγώ περ, in feindlichem Sinne mit ὀλοφώιος Odyss. 10, 289 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης; unbestimmt, ohne adjectiv. Odyss. 23, 82 χαλεπόν σε ϑεῶν αἰειγενετάων δήνεα εἴρυσϑαι, μάλα περ πολύιδριν ἐοῠσαν. – Hes. Th. 236 δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν; Simonid. Amorg. Mul. 78 δήνεα δὲ πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται, ὥσπερ πίϑηκος. – Oppian. Hal. 3, 1 παναίολα δήνεα τέχνης ἰχϑυβόλου φράζευ; Diodor. 5 (A. Pal. 9, 405) δείδια σόν τε φυῆς ἐρατὸν τύπον, ἠδὲ σά, κοῦρε, δήνεα. – Apollon. Rhod, 4, 559 δήνεσι Κίρκης; 4, 193 κούρης ὑπὸ δήνεσι, 3, 661 πάρος ταρπήμεναι ἄμφω δήνεσιν ἀλλήλων. – Als nomin. sing. giebt Suidas δήνεον, s. v. Δηναιόν: δήνεον δὲ τὸ βούλευμα, Hesyoh. Δήνεα· βουλεύματα, Δῆνος· βούλευμα; vgl. Etym. m. s. v. Δήνεα p. 266, 13.
-
14 αὐτο-τραγικός
αὐτο-τραγικός, ächt tragisch, πίϑηκος Dem. 18, 242, wo Andere
-
15 αὐτοτραγικοπίθηκος
-
16 δημοπίθηκος
δημο-πίθηκος, ὁ, Volksaffe, betrügerischer Volksschmeichler -
17 κερκοπίθηκος
κερκο-πίθηκος, ὁ, ein Schwanzaffe -
18 λεοντοπίθηκος
λεοντο-πίθηκος, ὁ, der Löwenaffe -
19 χοιροπίθηκος
χοιρο-πίθηκος, ὁ, der Schweinsaffe, Affe mit einer Schweinsschnauze
См. также в других словарях:
πίθηκος — ape masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο 1. όλα τα ζώα της τάξης των ανθρωποειδών. 2. μτφ., αυτός που μιμείται τους άλλους ή ο αναιδής, ο αδιάντροπος όπως ο πίθηκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πίθηκος ὁ πίθηκος, κἃν χρύσεα ἔχῃ σύμβολα. — См. Осел останется ослом, Хотя осыпь его звездами: Где должно действовать умом, Он только хлопает ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αμαδρυάς — Πίθηκος κατάρρινος της τάξης των δερμοπτέρων, που έχει ρύγχος οξύ όπως του σκύλου. Το αρσενικό έχει εντυπωσιακή όψη, επειδή γύρω από το ρύγχος του, ροδόχρωμο και χωρίς τρίχες, έχει μια πυκνή γκριζωπή χαίτη, που πέφτοντας καλύπτει το σώμα του έως… … Dictionary of Greek
γουερέτζας — Πίθηκος της οικογένειας των κολοβιδών. Χαρακτηρίζεται από το μακρύ και απαλό τρίχωμά του, μαύρο ή λευκό, ιδιαίτερα άφθονο στις πλευρές και στην ουρά. Άλλοτε ήταν πολύ διαδεδομένος, κυρίως στην Αιθιοπία, σήμερα όμως συναντάται αραιότερα, γιατί το… … Dictionary of Greek
πιθήκοις — πίθηκος ape masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκου — πίθηκος ape masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκους — πίθηκος ape masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκων — πίθηκος ape masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκῳ — πίθηκος ape masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)