Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀλοφώιος

См. также в других словарях:

  • ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀλοφώιος — destructive masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφώιον — ὀλοφώιος destructive masc/fem acc sg (epic) ὀλοφώιος destructive neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφώια — ὀλοφώιος destructive neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» …   Dictionary of Greek

  • u̯el-5, u̯elǝ- —     u̯el 5, u̯elǝ     English meaning: to deceive     Deutsche Übersetzung: “täuschen”?     Material: Lith. vìlti “cheat, deceive”, Ltv. vil̂t ds., O.Pruss. prawilts “verraten”, Lith. vỹlius “deceit, artifice”, zero grade O.Pruss. po wela ‘sie… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»