-
101 καταξαίνω
κατα-ξαίνω, zerkrempeln, eigtl. von der Wolle. Gew. übertr., zerreißen, zerschlagen, aufreiben, verzehren; πέτροις καταξανϑείς, gesteinigt; τί φειδόμεσϑα τῶν λίϑων μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς φοινικίδα, zu einem Purpurkleide schlagen, steinigen, daß der ganze Leib blutig ist; κατεξάνϑην πόνοις, ich wurde aufgerieben; aber πέτρα κατεξαμμένη ist ein ausgehöhlter Fels, wie von den Bildhauern gesagt wird λίϑους καταξαίνειν -
102 κοῖλος
κοῖλος, hohl, ausgehöhlt; häufiges Beiwort der Schiffe: hohle, bauchige, geräumige; κοίλη ναῦς der Schiffsbauch, der untere Schiffsraum; κοίλη ὁδός, Hohlweg; λιμήν, geräumig; λόχος, vom Bauche des trojanischen Pferdes; Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, von einer Höhle; Lacedämon heißt so, tiefliegend, in einem Tale gelegen; so auch κοῖλοι τόποι, tiefe Talgründe; φλέψ, Hohlader; ἄργυρος, hohl gearbeitet, zu Gefäßen verarbeitet; κοῖλον ἱστίον, das hohle, angeschwellte Segel; κοίλη καὶ τραχεῖα ϑάλασσα, das hochgehende, angeschwollene Meer; κοῖλος ποταμός, ein Fluß mit hohen Ufern; dagegen οἱ δὲ ποταμοὶ πάντες ὥςπερ ἀεὶ κοῖλοι καὶ ταπεινοὶ διὰ ϑέρους ἐῤῥύησαν, vom seichten, das Bett nicht füllenden Wasser; τοῠ ποταμοῠ κοίλου ῥ υέντος, vom niedrigen Wasserstande des Nils. Von der Stimme: hohl; τὸ κοῖλον, die Vertiefung, Höhlung, Bucht; Augenhöhle. Auch die Höhle der Fußsohlen, Medic.; τὸ κοῖλον τοῠ ποδὸς δεῖξαι, die hohle Fußsohle zeigen, d. i. entfliehen; τὰ κοῖλα, die Weichen; auch der Schiffsbauch -
103 κολουραῖος
κολουραῖος, πέτρα, ein jäher, abschüssiger Fels -
104 λεωπέτρα
-
105 μαρμαρίζω
μαρμαρίζω, schimmern, glänzen; πέτρα μαρμαρίζουσα, das marmorharte Gestein -
106 μαρμαρῖτις
μαρμαρῖτις, ιδος, ἡ, πέτρα, Marmorstein -
107 νησιῶτις
νησιῶτις, ιδος, ἡ, πέτρα, Fels der Insel -
108 οἰοπροκρεμάς
οἰο-προ-κρεμάς, γυπίας πέτρα, allein hervorragend u. herüberhangend -
109 ὀφιῆτις
ὀφιῆτις, ιδος, ἡ, πέτρα, Schlangenstein -
110 πέτρος
πέτρος, ὁ, Stein; ξεστὸν πέτρον, von einer Säule; zum Schleudern im Kampfe; ἐν πέτροισιν πέτρον ἐκτρίβων, um Feuer zu machen; auch = πέτρα, Fels -
111 ῥωγάς
-
112 σκληρώδης
σκληρ-ώδης, ες, πέτρα, hart
См. также в других словарях:
πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρά — πετράς fourth day fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος … Dictionary of Greek
Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου … Dictionary of Greek