-
1 νησιῶτις
νησιῶτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; πέτρα, Fels der Insel, Aesch. Pers. 382; ἑστία, Soph. Trach. 655; τὴν νησιῶτιν ἡσυχίαν, Plut. de exil. 9.
-
2 νησιῶτις
νησιῶτις, ιδος, ἡ, πέτρα, Fels der Insel
См. также в других словарях:
νησιῶτις — νησιώτης islander fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… … Dictionary of Greek
Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… … Dictionary of Greek