-
1 ἄργυρος
-
2 ἄργυρος,
-
3 άργυρος
οSilber n -
4 ὑδρ-άργυρος
ὑδρ-άργυρος, ὁ, das künstlich bereitete, aus dem Zinnobererz gezogene Quecksilber, weil es flüssig ist u. an Farbe dem Silber gleicht; vgl. ἄργυρος χυτός, wie das natürliche od. gediegene heißt; Sp., wie Diosc.
-
5 περι-άργυρος
περι-άργυρος, umsilbert, κανόνες, Ath. XII, 538 d.
-
6 παν-άργυρος
παν-άργυρος, ganz von Silber; κρητήρ, Od. 9, 203. 24, 275; ἔκπωμα, Soph. frg. 68.
-
7 πολυ-άργυρος
πολυ-άργυρος, silberreich, von Menschen, Her. 5, 49 u. Sp.
-
8 φιλ-άργυρος
φιλ-άργυρος, geldliebend, geldgierig, übh. habsüchtig; Soph. Ant. 1042; Plat. Gorg. 515 e u. sonst; φιλαργυρώτατος Xen. Mem. 3, 1,10; Pol. 9, 25.
-
9 ψευδ-άργυρος
ψευδ-άργυρος, ὁ, falsches, unächtes Silber, bei Strab. XIII p. 610 das Zink.
-
10 κατ-άργυρος
κατ-άργυρος, mit Silber versehen, versilbert; σκευαί Ath. IV, 148 b; Callixen. ib. V, 199 d u. sonst bei Sp.
-
11 λιχνο-φιλ-άργυρος
λιχνο-φιλ-άργυρος, Einer der leckerhaft u. geizig zugleich ist, Philolaus od. Philyll. (Mein. II, 863) bei Hesych., wahrscheinlich λιχνοφειδάργυρος.
-
12 λιθ-άργυρος
λιθ-άργυρος, ἡ, eigtl. Steinsilber, Glätte, Silber- u. Bleiglätte, die beim Schmelzen des Silbers u. s. w. entsteht, spuma argenti; Nic. Al. 607; Diosc.; bei Hippocr. auch ἀργυρίου ἄνϑος genannt. Auch ein Metall, aus dem weiße, dem Zinn ähnliche Gefäße gemacht wurden, wahrscheinlich eine Mischung von Blei u. Silber, stannum, Diosc. – Auch adj., ὄλπη, = λιϑαργύρινος, Achaeus bei Ath. X, 451 e.
-
13 λαβ-άργυρος
λαβ-άργυρος, Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.
-
14 ἀ-φιλ-άργυρος
ἀ-φιλ-άργυρος, nicht geldliebend, nicht geizig, N. T
-
15 ἀν-άργυρος
ἀν-άργυρος, ohne Silber, Plat. Legg. III, 679 b; ohne Geld, unbestechlich, Poll. 6, 191.
-
16 ὁλο-άργυρος
ὁλο-άργυρος, = ὁλάργυρος, Philo, zw.
-
17 ὁλ-άργυρος
ὁλ-άργυρος, ganz silbern, τράπεζα, Ath. V, 199 c.
-
18 ἐπ-άργυρος
ἐπ-άργυρος, mit Silber belegt, κλίνη Her. 1, 50. 9, 80 u. Sp.
-
19 ὑπ-άργυρος
ὑπ-άργυρος, unterwärts Silber habend, von Silber gemacht u. vergoldet; χρυσία S. Emp. pyrrh. 2, 30; – silberhaltig, ἐν ἄντροις τῆςδ' ὑπαργύρου χϑονός Eur. Rhes. 970; πέτρα Cycl. 293; vgl. Plat. Rep. III, 415 c; – versilbert, gegen Silber verkauft, φωνά Pind. P. 11, 42.
-
20 ἰσ-άργυρος
ἰσ-άργυρος, silbergleich, dem Silber gleich an Werth; πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Aesch. Ag. 933; Achaeus bei Ath. XV, 689 b; B. A. 100 wird es πολύτιμος erkl.
См. также в других словарях:
ἄργυρος — white metal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργυρός — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ή, ό (AM ἀργυροῡς, ᾱ, οῡν, A κ … Dictionary of Greek
άργυρος — ο το ασήμι, λευκό μέταλλο από τα λεγόμενα πολύτιμα· χρησιμεύει στην κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργυρός — ή, ό 1. ασημένιος. 2. «αργυροί γάμοι», συμπλήρωση 25 χρόνων συζυγικής ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργυρός ή Αργυρόπουλος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου, από την Καππαδοκία. Από αυτήν προέρχονται πολλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, κυρίως από τον 9o έως τον 11o αι. Τα πιο γνωστά μέλη της οικογένειας είναι: 1. Λέων. Ανώτατος αξιωματούχος στα χρόνια του… … Dictionary of Greek
Αργυρός, Αθανάσιος — (Νιγρίτα 1859 – Βόλος 1945).Πολιτευτής και νομικός. Σπούδασε νομικά σε πανεπιστήμια της Αθήνας, του Παρισιού και της Γερμανίας. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και του δημοσιογράφου. Έγραψε και μετέφρασε ιστορικά και νομικά έργα. Κυριότερα από… … Dictionary of Greek
Αργυρός, Ουμβέρτος — (Καβάλα 1877 –Αθήνα 1963).Ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής πρώτα του Νικηφόρου Λύτρα και του Γεωργίου Ροϊλού στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αργότερα του Λεφτς και του Μάαρ στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο Α. επιζητούσε να μεταδώσει στα έργα… … Dictionary of Greek
ἀργύρω — ἄργυρος white metal masc nom/voc/acc dual ἄργυρος white metal masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργύ̱ρω , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀργύ̱ρω , ἀργυρόω to cover with silver pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργύροις — ἄργυρος white metal masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργύρου — ἄργυρος white metal masc gen sg ἀ̱ργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver pres imperat act 2nd sg ἀργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)