-
1 κατα-ξαίνω
κατα-ξαίνω, zerkrempeln, eigtl. wie das simplex von der Wolle, Plat. com. bei Poll. 7, 30; ἔρια κατεξασμένα Hippocr. Gew. übertr., zerreißen, zerschlagen, aufreiben, verzehren, πνοαὶ τρίβῳ κατέξαινον ἄνϑος Ἀργείων Aesch. Ag. 190; πέτροις καταξανϑείς, gesteinigt, Soph. Ai. 728; κατεξάνϑαι βολαῖς Eur. Phoen. 1152; Suppl. 503; Ar. Ach. 320 τί φειδόμεσϑα τῶν λίϑων μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς φοινικίδα, zu einem Purpurkleide schlagen, d. i. nach den Schol. steinigen, daß der ganze Leib blutig ist. Aber auch ϑνήσκειν πυρὶ καταξανϑέντας, Eur. Herc. Fur. 285, u. κατεξάνϑην πόνοις, ich wurde aufgerieben, Med. 1030; ὡς ἀσϑενεῖ τε καὶ κατέξανται δέμας Hipp. 274; so auch in späterer Prosa, κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα ἀποϑνήσκουσι D. Sic. 5, 38; aber πέτρα κατεξαμμένη ist ein ausgehöhlter Fels, id. 17, 71, wie von den Bildhauern gesagt wird λίϑους καταξαίνειν, 1, 98, l. d.; Hippocr. u. Long. haben das perf. κατέξασμαι.
-
2 προς-κατα-ξαίνω
προς-κατα-ξαίνω, noch dazu zerkratzen, zerschlagen, zerquetschen, Lycophr. 173.
-
3 ξαίνω
ξαίνω (ΞΑΏ, ξέω), kratzen, kämmen, bes. die Wolle krempeln, um sie dann zu spinnen, ἔρια ξαίνειν, Od. 22, 423 u. Sp., ohne ἔρια Soph. frg. 497; Ar. Lys. 536; Plat. Polit. 308 d καϑάπερ ὑφαντικὴ τοῖς τε ξαίνουσι καὶ τοῖς τἆλλα προπαρασκευάζουσιν ὅσα πρὸς τὴν πλέξιν αὐτῆς; Luc. Fugit. 12 sagt ἔρια ξαίνειν ὡς εὐεργὰ εἴη ταῖς γυναιξί. – Man sagte auch ξαίνειν τῶν ἐρίων, Poll. 7, 30 aus Ar.; auch = spinnen u. weben, τὸν πέπλον, Ar. Av. 827 Eccl. 89; Arist. pol. 5, 10. – Uebtr., schlagen, prügeln, durchwalken, περιῤῥήξας τὸν χιτωνίσκον ὁ οἰκέτης ξαίνει κατὰ τοῦ νώτου πολλάς, Dem. 19, 197; Sp., ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα, Plut. Popl. 6; vgl. D. Hal. 3, 30. 7, 69; auch vom Anschlagen des Meeres an das Gestade, die Küsten peitschen (vgl. ἁλίξαντος); Antp. Sid. 104 (VII, 464) sagt sogar ξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν; auch ἡνίκ' ἀν ξανϑῇ στά- χυς, Aesch. fig. 300, – Sprichwörtlich war εἰς πῦρ ξαίνειν, Plat. Legg. VI, 780 c Aristid.
-
4 καταξαίνω
κατα-ξαίνω, zerkrempeln, eigtl. von der Wolle. Gew. übertr., zerreißen, zerschlagen, aufreiben, verzehren; πέτροις καταξανϑείς, gesteinigt; τί φειδόμεσϑα τῶν λίϑων μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς φοινικίδα, zu einem Purpurkleide schlagen, steinigen, daß der ganze Leib blutig ist; κατεξάνϑην πόνοις, ich wurde aufgerieben; aber πέτρα κατεξαμμένη ist ein ausgehöhlter Fels, wie von den Bildhauern gesagt wird λίϑους καταξαίνειν -
5 προςκαταξαίνω
προς-κατα-ξαίνω, noch dazu zerkratzen, zerschlagen, zerquetschen
См. также в других словарях:
ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… … Dictionary of Greek
ξηνός — ξηνός, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κορμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ξαίνω (πρβλ. το συνθ. ἐπίξηνον* «ξύλο πάνω στο οποίο κοβόταν το κρέας»), αλλά δεν είναι εξακριβωμένο πόσο αρχαία είναι η λ.] … Dictionary of Greek
πεκτήρ — και ποκτήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τὸ δέρμα τίλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω «κτενίζω, ξαίνω» + επίθημα τήρ (πρβλ. μυκ τήρ). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται τ. pekitira = πέκτρια. Ο παράλληλος τ. ποκτήρ κατ επίδραση τού πόκος] … Dictionary of Greek
πεκτώ — έω, Α 1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.) 2. παθ. πεκτοῡμαι, έομαι (και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek