Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πέροδος

См. также в других словарях:

  • πέροδος — going round fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέροδος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. περίοδος …   Dictionary of Greek

  • περόδοις — πέροδος going round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέροδον — πέροδος going round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»