Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πέπλῳ

См. также в других словарях:

  • πέπλῳ — πέπλος any woven cloth masc dat sg πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλωι — πέπλῳ , πέπλος any woven cloth masc dat sg πέπλῳ , πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κελαινιώ — κελαινιῶ, άω (Α) είμαι μαύρος, μαυρίζω («κελαινιόωντι πέπλῳ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε ιάω, για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»