-
1 πέπλοισι
πέπλοςany woven cloth: masc dat pl (epic ionic aeolic)πέπλοςany woven cloth: neut dat pl (epic ionic aeolic)πεπλοςwith a single sole: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
2 περιπετής
A falling round, ἀμφὶ μέσσῃ π. προσκείμενος lying with his arms clasped round her waist, S.Ant. 1223.3 ἔγχος π. the sword round which (i.e. on which) he has fallen, S.Aj. 907.II falling in with, falling into evil, καταστῆσαί τινα δεινῷ μηδενὶ π. D.Ep.5.1 ; π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, fall among,τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Plu. Pomp.62
;πολέμοις Id.Cic.42
:π. εἶναι τῇ χολῇ τινος Luc.Pseudol.1
;πόλις αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plu.Phoc.33
;ἀλλήλοις Anon.
ap. Suid. ; π. ποιεῖν αὑτοῖς τοὺς πολεμίους cause them to fall foul of each other, Plu.Marc.26 ;π. τοῖς ἑαυτῶν λόγοις Hermog.Stat.1
(cf.περιπίπτω 11.3
) ; π. τῇ αἰτίᾳ γενέσθαι become liable to the charge, Plu.CG10.III changing or turning suddenly, of a man's fortunes, esp. from good to bad, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι.. τὰ πρήγματα a sudden reverse, Hdt. 8.20 ;π. τύχαι E.Andr. 982
; cf. foreg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπετής
-
3 χλίω
-
4 ἀσκέω
A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743;ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198
; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439;ἅρμα.. χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438
; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592;γόμφοις ἀ. Emp.87
: added in [tense] aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας
elaborately,Il.
14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437
; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179
.2 of personal adornment, dress out, trick out,ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1
; decks herself,E.
El. 1073; :—freq. in [voice] Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with.., Emp.61.4;πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers. 182
;οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El. 452
; of buildings,παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169
;Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57
: abs.,οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130
; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—[voice] Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc. 161.3 in Pi., honour a divinity, do him reverence,δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109
;ἀσκεῖται Θέμις O.8.22
.II practise, exercise, train, esp. in Prose and Com., properly of athletic exercise,1 c. acc. of person or thing,ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47
;ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20
, cf. Mem.1.2.19; :—[voice] Pass.,σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41
; ;ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4
;τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27
;λόγοις D.C.45.2
;ἐν παιδείᾳ Id.60.2
;πρός τι D.S.2.54
.2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33;λόγους Democr.53a
, 110;μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg. 509e
; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg. 795b, Thg. 128e;ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol. 1271b5
: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; ; , Pl. R. 407a; (lyr.), cf. S.Tr. 384; ;τὰ δίκαια Crates Theb.12
; (anap.): c. dupl. acc.,ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10
.3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El. 1024;λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr. 963
;εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr. 1067
; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating.., Id.Ages.11.4.4 abs., practise, go into training, Pl.R. 389c, X.Cyr.2.1.29; those who practise gymnastics,Hp.
Acut. 9;περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9
. -
5 ἐσθέω
A clothe: only [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass., mostly in part. ἠσθημένος, [dialect] Ion. ἐσθημένος, clothed or clad, τι in a thing,ἐσθῆτα ἐσθημένος Hdt.6.112
: c. dat.,ῥάκεσι ἐσθημένος Id.3.129
;ἠσθημένοι πέπλοισι E.Hel. 1539
;Πελοποννησιακῶς ἠσθημένος Pythaen.6
: [ per.] 3pl. [tense] pf. : [ per.] 3sg. [tense] plpf.ἤσθητο Id.VH12.32
;ἠσθῆσθαι Id.NA16.34
.
См. также в других словарях:
πέπλοισι — πέπλος any woven cloth masc dat pl (epic ionic aeolic) πέπλος any woven cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθνήσκω — ἐνθνήσκω και ποιητ. τ. ἐνιθνήσκω (Α) [θνήσκω] 1. πεθαίνω σ έναν τόπο, πεθαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι («σῇ γὰρ ἐνθανεῑν χερὶ θέλω» θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, Ευρ.) 2. νεκρώνομαι μέσα σε κάτι, ναρκώνομαι (ἐνθανεῑν γε σοῑς πέπλοισι χεῑρ ἐμήν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… … Dictionary of Greek