-
1 πέλμα
Grammatical information: n.Meaning: `sole of the foot or shoe' (Hippon., Hp., LXX, hell.).Derivatives: From it κατα-πελματόομαι `to be soled' (LXX), πελματίζω `to sole' (pap. VIp), `to sleek the soles' (Anon. on EM 659, 43).Etymology: Formation like δέρμα and other full-grade verbal nouns with μα-suffix, with a westgerm. word for `skin, pellicle' mainly formally identical: OS filmen, OFris. filmene, OS. æger-felma `pellicle of an egg'. Beside it, in suffix quite deviating, other words for `skin etc' like Lat. pellis (s. πελλο-φόρος `pellarius' Gloss.), Germ., e.g. OHG fel, - lles, all prob. with n-suffix as several ablauting Slav. and Balt. words, e.g. Russ. plená, Lith. plėnė̃. Different again e.g. Lith. plėvė̃ `fine thin skin'. From Greek one might also consider ἐρυσί-πελας n. `name of a skin-disease' (s. v.); so πέλμα: πέλας like δέρμα: δέρας? A corresponding primary verb is however inknown. -- Further, partly unselected and uncertain material w. lit. in WP. 2, 58f., Pok. 803f., W.-Hofmann s. pellis; morpholog. speculations in Specht Ursprung 141 a. 182. Cf. πέλτη, also ἐπίπλοον and σπολάς.Page in Frisk: 2,499-500Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέλμα
-
2 πέλμα
πέλμα, τό, die Sohle am Fuße, Sp.; von Kameelen sagt Hdn. 4, 15, 8 μάλιστα ἔχουσαι ἁπαλὰ τὰ πέλματα; Medic.; auch am Schuh, τῶν ὑποδημάτων, Pol. 12, 6, 4; Eratosth. bei Pol. 7, 90 u. a. Sp. – In Geopon. auch der Stiel an der Birne u. dem Apfel. – Uebb. das Aeußerste von einer Sache, Sp.
-
3 πελμα
-
4 πέλμα
πέλμαsole of the foot: neut nom /voc /acc sg -
5 πέλμα
A sole of the foot, Hippon ap.Menon.Iatr. 11.30, LXX Es.4.17 (13.13), PMag.Par. 1.320, Ael.NA 14.3, Artem.5.81 ; of camels, Hdn.4.15.3 ; but τὰ π. τῶν δακτύλων finger- tips, Alex.Aphr. Pr.1.46.2 sole of the shoe, Hp.Mochl.32, Aen.Tact.31.4, Herod. 7.116, Nic.Fr.85.6, Plb. 12.6.4 ;συάγρεα πέλματα PCair.Zen.692.18
(iii B. C.). -
6 πέλμα
πέλμα, τό, die Sohle am Fuße; auch: am Schuh; auch der Stiel an der Birne u. dem Apfel. Übb. das Äußerste von einer Sache -
7 πέλμα
τό1) ступня; 2) подошва; подмётка; 3) стелька;§ κάτω απ' το πέλμα — под сапогом, под гнётом
-
8 πέλμα
[пэлма] ουσ. о. ступня, подошва, подметка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πέλμα
-
9 πέλμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Est 4,17d -
10 πέλμα
[пэлма] ουσ ο ступня, подошва, подметка. -
11 πέλμα
ayak tabanı, kösele -
12 πέλμα
soleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πέλμα
-
13 πελμάτων
πέλμαsole of the foot: neut gen pl -
14 πέλμασι
πέλμαsole of the foot: neut dat pl -
15 πέλμασιν
πέλμαsole of the foot: neut dat pl -
16 πέλματα
πέλμαsole of the foot: neut nom /voc /acc pl -
17 πέλματι
πέλμαsole of the foot: neut dat sg -
18 πέλματος
πέλμαsole of the foot: neut gen sg -
19 pençe
πέλμα ζώου, κουλάδι -
20 лапа
-ы θ.1. πέλμα, πατούνα, -σα• πόδι ζώου•медвежья лапа πέλμα αρκούδας.
|| ποδάρα ή χερούκλα ανθρώπου.2. κλαδί-κωνοφόρων δέντρων,3. προεξοχή (που εισδύει σε εσοχή).4. νύχι, πτερύγιο, λάφτσα•лапа якоря πτερύγιο άγκυρας.
5. πέλμα αγροτικών εργαλείων.εκφρ.попасть в -ы кому – πέφτω στα νύχια κάποιου•быть в -ах у кого – είμαι στα νύχια κάποιου (εξουσιάζομαι από κάποιον).
См. также в других словарях:
πέλμα — sole of the foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… … Dictionary of Greek
πέλμα — το 1. το κάτω μέρος του ποδιού, πατούνα, πατούσα. 2. η σόλα του παπουτσιού, το κάττυμα. 3. βάση οργάνου, μηχανήματος, κολόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελμάτων — πέλμα sole of the foot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλμασι — πέλμα sole of the foot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλμασιν — πέλμα sole of the foot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλματα — πέλμα sole of the foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλματι — πέλμα sole of the foot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλματος — πέλμα sole of the foot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
πελματοβάμονα — Ονομάζονται έτσι τα ζώα που κατά το βάδισμα στηρίζουν στο έδαφος ολόκληρο το πέλμα του ποδιού, περιλαμβανομένου του ταρσού και του καρπού (για παράδειγμα, οι Μουστελίδες και οι Αρκτίδες). Γενικά για ό,τι αφορά στη χρήση του τελευταίου τμήματος… … Dictionary of Greek