-
1 pençe
πέλμα ζώου, κουλάδι -
2 лапа
-ы θ.1. πέλμα, πατούνα, -σα• πόδι ζώου•медвежья лапа πέλμα αρκούδας.
|| ποδάρα ή χερούκλα ανθρώπου.2. κλαδί-κωνοφόρων δέντρων,3. προεξοχή (που εισδύει σε εσοχή).4. νύχι, πτερύγιο, λάφτσα•лапа якоря πτερύγιο άγκυρας.
5. πέλμα αγροτικών εργαλείων.εκφρ.попасть в -ы кому – πέφτω στα νύχια κάποιου•быть в -ах у кого – είμαι στα νύχια κάποιου (εξουσιάζομαι από κάποιον). -
3 нога
-
4 стопа
-
5 башмак
1. тех. το πέδιλ/ο, το πέλμαкрей-цкопфный направляющий горн. - οδηγός σταυρούнаправляющий горн. - οδηγόςтормозной - πέδης/φρένου2. (обувь) η αρβύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > башмак
-
6 подмётка
το πέλμα (των υποδημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подмётка
-
7 полка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полка
-
8 стопа
I.(нижняя часть ноги) о πους, разг. το πέλμα.II. 1. (совокупность предметов, положенных ровно один на другой) η στοίβα 2 (старая единица счёта писчей бумаги) οι 48 σελίδεςметрическая - бумаги οι 1000 σελίδες.III.литер. το πόδι, ο (μετρικός) πουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стопа
-
9 фланец
тех. το πέλματο περιαυχένιο, η ωτίδα του σωλήναразг. η φλάντζαглухой - τυφλό -, αδιάτρητο -соединительный - σύνδεσης, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фланец
-
10 подошва
подошваж1. ἡ σ[ι]όλα (башмака)/ τό πέλμα (ноги)·2. (горы) ἡ ὑπώρεια, οἱ πρόποδες. -
11 пята
пят||аав1. ἡ φτέρνα, ἡ πτέρνα:с головы до пят ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια·2. тех. τό ἐρεισμα, τό στήριγμα· ◊ ахиллесова \пята ἡ 'Αχίλλειος πτέρνα· ходить за кем-л. по \пятаа́м ἀκολουθώ κατά πόδας· быть под \пятаой у кого-л. βρίσκομαι ὑπό τό πέλμα κάποιου. -
12 стопа
стоп||а I ж1. (ноги) τό πέλμα, ἡ πατούσα·2. (поступь) поэт., книжн. τά βήματα:направлять свой \стопаы куда́-л. κατευθύνομαι κάπου·2. лит. ὁ ποῦς· ◊ идти по чьйм-л, \стопаа́м βαδίζω στά ίχνη κάποιου, ἀκολουθώ κάποιον.стопа II ж (предметов) ἡ στοίβα:\стопа бумаги ἡ στοίβα χαρτιοῦ. -
13 ступня
ступняж τό πέλμα, ἡ πατούσα. -
14 sole
I [səul] noun1) (the underside of the foot, the part on which one stands and walks.) πατούσα,πέλμα2) (the flat surface of a boot or shoe that covers this part of the foot.) σόλαII [səul] plurals - sole, soles; noun1) (a type of small, flat fish: They were fishing for sole; three soles.) γλώσσα(ψάρι)2) (its flesh as food: We had sole for supper.) κρέας γλώσσας(ψαριού)III [səul] adjective1) (only; single: my sole purpose/reason.) μόνος,μοναδικός2) (not shared; belonging to one person or group only: the sole rights to a book.) αποκλειστικός•- solely -
15 tread
[tred] 1. past tense - trod; verb1) (to place one's feet on: He threw his cigarette on the ground and trod on it.) πατώ2) (to walk on, along, over etc: He trod the streets looking for a job.) περπατώ3) (to crush by putting one's feet on: We watched them treading the grapes.) τσαλαπατώ2. noun1) (a way of walking or putting one's feet: I heard his heavy tread.) βήμα2) (the grooved and patterned surface of a tyre: The tread has been worn away.) πέλμα ελαστικού3) (the horizontal part of a step or stair on which the foot is placed.) σκαλοπάτι• -
16 стопа
[σταπά] ουσ. θ. πατούσα, πέλμα -
17 ступня
[στουπνγιά] ουσ. θ. πατούσα, πέλμα -
18 стопа
[σταπά] ουσ θ πατούσα, πέλμα -
19 ступня
[στουπνγιά] ουσ θ πατούσα, πέλμα -
20 каблук
-а α.τακούνι.εκφρ.быть под -ом у кого – βρίσκομαι κάτω από το πέλμα κάποιου (είμαι πλήρως υποταγμένος)•держать под -ом – σέρνω από τη μύτη (κυρίως για τον σύζυγο).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πέλμα — sole of the foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… … Dictionary of Greek
πέλμα — το 1. το κάτω μέρος του ποδιού, πατούνα, πατούσα. 2. η σόλα του παπουτσιού, το κάττυμα. 3. βάση οργάνου, μηχανήματος, κολόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελμάτων — πέλμα sole of the foot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλμασι — πέλμα sole of the foot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλμασιν — πέλμα sole of the foot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλματα — πέλμα sole of the foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλματι — πέλμα sole of the foot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλματος — πέλμα sole of the foot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
πελματοβάμονα — Ονομάζονται έτσι τα ζώα που κατά το βάδισμα στηρίζουν στο έδαφος ολόκληρο το πέλμα του ποδιού, περιλαμβανομένου του ταρσού και του καρπού (για παράδειγμα, οι Μουστελίδες και οι Αρκτίδες). Γενικά για ό,τι αφορά στη χρήση του τελευταίου τμήματος… … Dictionary of Greek