-
1 παμφιλος
-
2 Παμφιλος
ὅ Памфил1) афинский полководец, посланный на усмирение восставшей Эгины в 389 г. до н.э. Xen.2) афинский чиновник, осужденный за растрату государственных средств Arph. -
3 Πάμφιλος
Πάμφιλοςbeloved of all: masc nom sg -
4 πάμφιλος
πάμφιλοςbeloved of all: masc /fem nom sg -
5 πάμφιλος
πάμ-φῐλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάμφιλος
-
6 πάμφιλος
πάμ-φιλος, von allen geliebt, allen lieb -
7 Pamphilus
Πάμφιλος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pamphilus
-
8 πάμφιλον
πάμφιλοςbeloved of all: masc /fem acc sgπάμφιλοςbeloved of all: neut nom /voc /acc sg -
9 Παμφίλου
Πάμφιλοςbeloved of all: masc gen sg -
10 Πάμφιλε
Πάμφιλοςbeloved of all: masc voc sg -
11 Πάμφιλον
Πάμφιλοςbeloved of all: masc acc sg -
12 παμφίλου
πάμφιλοςbeloved of all: masc /fem /neut gen sg -
13 πάμφιλε
πάμφιλοςbeloved of all: masc /fem voc sg -
14 πάμφιλ'
πάμφιλα, πάμφιλοςbeloved of all: neut nom /voc /acc plπάμφιλε, πάμφιλοςbeloved of all: masc /fem voc sg -
15 πᾱσί-φιλος
πᾱσί-φιλος, = πάμφιλος, Allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre, Archil. bei Ath. XIII, 594 c.
-
16 Παμφίλω
-
17 Παμφίλῳ
-
18 Πάμφιλ'
Πάμφιλε, Πάμφιλοςbeloved of all: masc voc sgΠάμφιλαι, Παμφίληfem nom /voc pl -
19 παμφίλω
-
20 παμφίλῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πάμφιλος — beloved of all masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμφιλος — beloved of all masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που … Dictionary of Greek
πάμφιλον — πάμφιλος beloved of all masc/fem acc sg πάμφιλος beloved of all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παμφίλου — Πάμφιλος beloved of all masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφίλου — πάμφιλος beloved of all masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παμφίλῳ — Πάμφιλος beloved of all masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφίλῳ — πάμφιλος beloved of all masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμφιλε — Πάμφιλος beloved of all masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμφιλε — πάμφιλος beloved of all masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμφιλον — Πάμφιλος beloved of all masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)