-
1 πᾱσί-φιλος
πᾱσί-φιλος, = πάμφιλος, Allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre, Archil. bei Ath. XIII, 594 c.
-
2 πασίφιλος
πᾱσῐ-φῐλος, ον, = foreg., ib.221 (ibid.), Sammelb. 6160.10, al. (Tell-el-Yahoudiyeh) ; ironical in PCair.Zen.454.12 (iii B.C.):—fem. [full] πασιφίλη, Sammelb. 7254 (Tell-el-Yahoudiyeh): as pr. n., Archil.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασίφιλος
-
3 πᾱσίφιλος
πᾱσί-φιλος, allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre
См. также в других словарях:
πασίφιλος — ον, θηλ. και πασιφίλη, Α αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φίλος] … Dictionary of Greek