-
21 παλιν-στρόβητος
παλιν-στρόβητος, zurück gewirbelt, gedreht, Lycophr. 739.
-
22 παλιν-στομέω
παλιν-στομέω, wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.
-
23 παλιν-σύλ-λεκτος
παλιν-σύλ-λεκτος, bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.
-
24 παλιν-σκοπιά
παλιν-σκοπιά, ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.
-
25 παλιν-τραπελία
παλιν-τραπελία, ἡ, = παλιντροπία, Poll. 3, 132.
-
26 παλιν-τριβής
παλιν-τριβής, ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.
-
27 παλιν-τροπία
παλιν-τροπία, ἡ, das Zurückwenden, bei Ap. Rh. 3, 1157, παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος, geht es auf das unschlüssige Hin- u. Herdenken, vgl. βάλλω.
-
28 παλιν-τροπής
παλιν-τροπής, ές, = παλίντροπος, Nic. Th. 403.
-
29 παλιν-τράπελος
παλιν-τράπελος, = παλίντροπος; Μοῖρα ϑεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ, Pind. Ol. 2, 37, Schol. ἀντεστραμμένον; Poll. 6, 164 nennt das W. βίαιον.
-
30 παλιν-τυπής
παλιν-τυπής, ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.
-
31 παλιν-τυχὴς
παλιν-τυχὴς τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Ggstz τυχηρός.
-
32 παλιν-τοκία
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
-
33 παλιν-όρμενος
παλιν-όρμενος, zurückeilend, zurückkehrend, Il. 11, 324.
-
34 παλιν-όρμητος
παλιν-όρμητος, VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.
-
35 παλιν-αυτό-μολος
παλιν-αυτό-μολος, ὁ, ein Ueberläufer, der von der Partei, zu welcher er übergelaufen war, wieder zu seiner früheren zurückkehrt, Xen. Hell. 7, 3, 10.
-
36 παλιν-αυξής
παλιν-αυξής, ές, wieder wachsend, περιωπή, Theaet. Schol. 4 ( Plan. 221) u. öfter bei Nonn., z. B. D. 9, 159. 25, 541.
-
37 παλιν-ζωΐα
παλιν-ζωΐα, ἡ, erneu'tes, zweites Leben, K. S.
-
38 παλιν-δρόμησις
παλιν-δρόμησις, = Folgdm, Eust. 244, 28.
-
39 παλιν-δρομικός
παλιν-δρομικός, ή, όν, wieder zurücklaufend, κίνησις, Strab. I., 53.
-
40 παλιν-δρομέω
παλιν-δρομέω, zurück-, rückwärtslaufen, zurückkehren; Hippocr.; Her. vit. Hom. 19; ἀντιπνεύσαντος πελαγίου ἐπαλινδρόμησε, Plut. Cic. 22; von Schiffen, D. Sic. 20, 74; a. Sp.; übertr., παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς τῶν Καρχηδονίων ἐλπίδας, Pol. 7, 3, 8.
См. также в других словарях:
πάλιν — (ΑΜ) βλ. πάλι … Dictionary of Greek
πάλιν — back indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. — γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. См. Язык до Киева доведет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ῥίφας τὸν λόγον τις οὐκ ἀναιρεῖται πάλιν. — ῥίφας τὸν λόγον τις οὐκ ἀναιρεῖται πάλιν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνὴρ ὁ φεύγων καὶ πάλιν μαχήσεται. — См. Не красен бег, да здоров … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅσον ἐξέπεσε τὀ ὐννίν πάλιν βελόνη σώζει. — См. Променять шило на свайку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάλι — πάλιν back poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek