-
1 παλιλλογος
-
2 παλίλλογος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίλλογος
-
3 παλίλλογος
παλίλ-λογος (πάλιν, λέγω): gathered together again, Il. 1.126†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παλίλλογος
-
4 παλίλλογος
παλίλ-λογος, (1) wieder gesammelt; λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῠτ' ἐπαγείρειν, das schon Verteilte wieder zusammen zu bringen; (2) das Gesagte wiederholend, widerrufend -
5 παλίλλογα
παλίλλογοςcollected again: neut nom /voc /acc pl -
6 παλιν-σύλ-λεκτος
παλιν-σύλ-λεκτος, bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.
См. также в других словарях:
παλίλλογος — (I) η, ο αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λόγος*]. (II) παλίλλογος, ον (Α) αυτός που συναθροίζεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λόγος (< λέγω «συλλέγω»)] … Dictionary of Greek
παλίλλογος — η, ο αυτός που ξαναλέει τα ίδια λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλίλλογα — παλίλλογος collected again neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
παλιλλογώ — (Α παλιλλογῶ, έω) λέγω πάλι αυτά που είπα, επαναλαμβάνω αρχ. ανακεφαλαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λογῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *παλίλλογος] … Dictionary of Greek