Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔτι

См. также в других словарях:

  • ούτι πω — οὔτι πω, ιων. τ. οὔτι κω (Α) ουδόλως ακόμη («οὔτι πω τοιόνδ ἐναργὲς εἰδόμην», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • οὔτι — in no wise indeclform (adverb) οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτι — Χορδόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου. Η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό Al Ud, που σημαίνει ξύλινο όργανο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το ο., που συχνά συγχέεται με το λαούτο, δεν είναι όργανο συνοδείας, αλλά παίζει …   Dictionary of Greek

  • ούτι πη — οὔτη πη (ή πῃ), δωρ. τ. οὔτι πα (ή πα) (Α) κατ ουδένα τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) …   Dictionary of Greek

  • κοὔτι — οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐθ' — οὐτί , οὐτίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐτ' — οὐτί , οὐτίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὔθ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὔτ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔθ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»