Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὑρώδης

См. также в других словарях:

  • οὐρώδης — of the tail masc/fem acc pl (attic epic doric) οὐρώδης of the tail masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οὐρώδης of the tail masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρώδης — (I) οὐρώδης, ῶδες (Α) [ουρά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό. (II) ώδες [ούρο] αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων …   Dictionary of Greek

  • οὐρώδη — οὐρώδης of the tail neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οὐρώδης of the tail masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οὐρώδης of the tail masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρωδέων — οὐρώδης of the tail masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»