-
41 πτώσσω
A shrink from, shrink, of birds or other animals,π. ὥστε πέρδικα Archil.106
; [ἀκρίδες] πτώσσουσι καθ' ὕδωρ flee into.., Il.21.14; also of men, πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς ib.26; τί πτώσσεις; 4.371; τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν.. ; 5.634;πτώσσοντας ὑφ' Ἕκτορι 7.129
; κατὰ λαύρας.. πτώσσοντι skulk, slink, Pi.P.8.87; εἰς ἐρημίαν π. flee cowering into.., E.Ba. 223; π. ὑπ' ἀσπίδος crouch beneath it, without any notion of fear, Tyrt.11.36:—poet. Verb, once in Hdt., πτώσσοντας [ὑμέας εὕρομεν] 9.48.2 cringe like a beggar, go begging (cf. πτωχός), κατὰ δῆμον Od.17.227
, 18.363: c. acc. loci,π. ἀλλοτρίους οἴκους Hes.Op. 395
.II c. acc. pers., οὐδ' ἂν (v.l. ἂρ) ἔτι δὴν ἀλλήλους πτώσσοιμεν we can no longer shirk one another, Il.20.427; ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι μυχῶν; to what corners have they fled to shun me? E.Hec. 1066 (lyr.): c. acc. rei, [ὄρνιθες] νέφεα πτώσσουσαι shrinking from the clouds, Od.22.304; π. δόρυ, βροντήν, Q.S. 5.300, 7.531. -
42 συμφύρδην
συμφύρ-δην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφύρδην
-
43 συσταδόν
A standing close together, ξ. μάχαις χρῆσθαι fight in close combat, Th.7.81;σ. ἀγωνίζεσθαι D.C.41.60
; v.l. for -δην in Hdn.4.7.2, 6.7.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσταδόν
-
44 τετίημαι
A to be sorrowful,τετίησθον Il.8.447
; elsewh. Hom. always uses part., in the phrase τετιημένος, τετιημένη ἦτορ, Il.11.556, Od.4.804, al., cf. Hes.Th. 163.--We also find the [voice] Act. [tense] pf. part. τετῐηώς (in same sense) mostly in the phrase τετιηότι θυμῷ, with sorrowing heart, Il.11.555, 17.664, 24.283; alsoἷζον τετιηότες 9.13
; δὴν δ' ἄνεῳ ἦσαν τετιηότες they were long silent from grief, ib.30, 695. (Perh. cogn. with Lat. quies.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετίημαι
-
45 φύρδην
A in utter confusion, A.Pers. 812;φ. μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37
;σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9
;πάντα εἰκῇ καὶ φ. ἐπράττετο Id.30.11.6
; σύρει φ. drags headlong, S. l.c.2 (φύρω 1
) with defilement, σίδαρον.. φ. μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φ. τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9. -
46 χάζω
χάζω,A cause to retire; [voice] Act. only in Hsch. and in compd. ἀναχάζω (alsoπαραχάζω, προχάζω Hsch.
), and in [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. κέκᾰδον, [tense] fut. κεκᾰδήσω:—force to retire from, bereave or deprive of,τοὺς.. θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il.11.334
;ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od.21.153
, 170.B [voice] Med., [full] χάζομαι, Il.5.34, etc.; imper. χάζεο, χάζευ, ib. 440, Call.Cer.54: [dialect] Ep. [tense] impf.χάζετο Il.16.736
, 3 du.χαζέσθην A.R.3.1320
: [tense] fut. χάσομαι, [dialect] Ep.χάσσομαι Il.13.153
: [tense] aor. 1 ἐχᾰσάμην, [dialect] Ep. [ per.] 3sg. χάσσατο ib. 193, inf.χάσσασθαι 12.172
; part.χασσάμενος 13.148
, etc.: κεκάδοντο (for κεχάδοντο) [ per.] 3pl. of redupl. [tense] aor. 2 κεκαδόμην, Il.4.497, 15.574:—give way, draw or shrink back, recoil, freq. in Il. (never in Od.),χάζεο Il.5.440
; ; οὐδ' ὅ γεπάμπαν χάζετ' 12.407
; , al.;αἰὲν ὀπίσσω χάζοντο 5.702
, cf. 18.160, A.R. 1.c., Call. l.c., Nonn.D.48.618.2 c. gen., draw back or retire from,πυλάων χάσσασθαι Il.12.172
;χάζοντο κελεύθου 11.504
;χάζεσθε μάχης 15.426
;μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός 11.539
;ὁ δὲ χάσσατ' ὀπίσσω νεκρῶν 13.193
, cf. 17.357; less freq. with a Prep.,χ. ἐκ βελέων 16.122
;χάσσονται ὑπ' ἔγχεος 13.153
; οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός nor in truth was he (or it, the stone) far from the man, i.e. nearly hit him, 16.736. Poet., and mainly [dialect] Ep., exc. in the compds. ἀνα-, δια-χάζομαι (qq. vv.).—οὐχ ἅζομαι, οὐχ ἅζεται (not οὐ χάζ-), shd. be written in E.Or. 1116, Alc. 326, A.Eu. 389. -
47 ἀλλάγδην
ἀλλάγ-δην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλάγδην
-
48 ἀμφασίη
A speechlessness caused by fear, amazement, or rage,δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Il.17.695
, Od.4.704, cf. A.R.3.284, Bion Fr.13.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφασίη
-
49 ἀπερύκω
Aἀπήρυκον Plb.16.1.3
: [tense] aor.ἀπήρυξα X.An.5.8.25
, Isyll.74 (tm.), Maiist.45 (tm.):— keep off or away,εἰ γὰρ Ἀθήνη.. βελέων ἀπερύκοι ἐρωήν Il.17.562
;σύας τε κύνας τ' ἀ. Od.18.105
;ἀπερύκοι.. Φοῖβος κακὰν φάτιν S.Aj. 186
(lyr.); πολέμιον X.l.c., cf. Plb.16.1.3: c. gen.,στρατὸν.. Μήδων ἀπέρυκε τῆσδε πόλεος Thgn. 775
: c. acc. et inf., prevent one from.., :—less freq. in Prose, ἀ. τινί τι keep off from,ταῦτα ἡ εὐτυχίη οἱ ἀπερύκει Hdt.1.32
, cf. X.Oec.5.6;τοὺς λύκους ἀπὸ τῶν προβάτων Mem.2.9.2
, cf. Arist.HA 620a12:—[voice] Pass., debarred from..,Thgn.
1210:—[voice] Med., ἀλλήλων ἔριδος (v.l. ἔριδας) δὴν ( δῆγμ' Bgk.) desisting from..,Id.
494; ἀπερύκου (sc. φωνῆς) abstain from speech, S.OC 169 (lyr.):—later in act. sense, ἀπερύκεο νούσους, to be read in Maced.Pae.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερύκω
-
50 ἀράγδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀράγδην
-
51 ἁρπάγδην
ἁρπάγ-δην, Adv.A hurriedly, violently, A.R.1.1017; greedily, Opp. H.3.219, Aret.SA2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπάγδην
-
52 ἄκλαυτος
I [voice] Pass., unwept, esp. without funeral lamentation, Il.22.386, Od.11.54, Sol.21;ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu. 565
: c. gen.,φίλων ἄκλαυτος S.Ant. 847
: in E.Andr. 1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα .., i.e. children not liable to death.II [voice] Act., unweeping, tearless,οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494
, cf.A.Th. 696, E.Alc. 173:—in S.El. 912, = χαίρων, with impunity.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκλαυτος
-
53 ἄνεω
ἄνεω, Adv. -
54 ἄπυστος
ἄπυστος, ον,A not heard of,ᾤχετ' ἄϊστος ἄ. Od.1.242
, cf. Sapph. Supp.25.19, Opp.C.1.236.2 of words, inaudible,ἄπυστα φωνῶν S.OC 489
.II [voice] Act., without hearing or learning a thing,οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Od.5.127
: c. gen.,μύθων 4.675
;κακῶν ἔτι πάμπαν ἀπύστω IG14.1389i
i16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπυστος
-
55 ἄω
ἄω (A),A = ἄημι (q. v.), blow, only in [tense] impf. ἄεν, A.R.1.605, 2.1228.II = αὔω, ἰαύω, sleep, only in [tense] aor.,ἐνὶ κοίτη ἄεσα Od.19.342
;νύκτα μὲν ἀέσαμεν 3.151
; ἔνθα δὲ νύκτ' ἄεσαν ib. 490; [var] contr.,νύκτ' ἄσαμεν 16.367
.------------------------------------ἄω (B),------------------------------------Aἄσω Il.11.818
: [tense] aor. 1 subj.ἄσω 18.281
, inf. ἆσαι (v. infr.): [tense] aor. 2 subj. [ per.] 1pl.ἕωμεν 19.402
:—[voice] Med., [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ; cf. ἆται· πληροῦται, Hsch.: [tense] fut.ἄσομαι Il.24.717
: [tense] aor.ἀσάμην 19.307
:—satiate, αἵματος ἆσαι Ἄρηα to give him his fill of blood, 5.289: but,II mostly intr., take one's fill of a thing,ἱεμένη χροὸς ἄμεναι 21.70
; λιλαιομένη χροὸς ἆσαι ib. 168, cf. 15.317;γόοιο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι 23.157
:—[voice] Med.,ἄσεσθε κλαυθμοῖο 24.717
;ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτορ 19.307
. (Root sā: s[schwa], cf. ἄ-ατος, ἅ-δην.) -
56 ἅδην
A to one's fill,ἔδμεναι ἄ. Il.5.203
,al.;ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. Pl.Plt. 272c
;πιοῦσ' ἄ. χορεύω Anacreont.14.30
.2 c. gen., οἵ μιν ἄ. ἐλόωσι.. πολέμοιο will drive him to satiety of war, Il.13.315;Τρῶας ἄ. ἐλάσαι πολέμοιο 19.423
;ἔτι μίν φημι ἄ. ἐλάαν κακότητος Od.5.290
; ἅ. ἔλειξεν αἵματος licked his fill of blood, A.Ag. 828;καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr. 11e
, cf. R. 341c, etc.; ἅ. ἔχειν τινός to have enough of a thing, be weary of it, Id.Chrm. 153d, cf. E. Ion 975;τοῦ φαγεῖν Arist.Pr. 950a15
;ἅ. ἔχουσιν οἱ λόγοι Pl.R. 541b
: c. part.,ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39
. -
57 ἐκτάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτάδην
-
58 ἐκφάνδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφάνδην
-
59 ἐμπλέγδην
ἐμπλέγ-δην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπλέγδην
-
60 ἐμπλήγδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπλήγδην
См. также в других словарях:
δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… … Dictionary of Greek
δήν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δἦν — ἐ̄ν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐ̄ν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆν — δέω 1 bind pres inf act (epic doric) δέω 2 lack pres inf act (epic doric) δεῖ there is need pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
επισπάδην — ἐπισπάδην (Α) επίρρ. μονορούφι («ἤν... πίῃ αὐτοῡ ἐπισπάδην πολλόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπάω «σύρω πίσω μου, πίνω» + επίθημα δην (πρβλ. βά δην, συστά δην)] … Dictionary of Greek
κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
κατατμήδην — (Μ) επίρρ. σε κομμάτια, κομματιαστά, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα τμη τού κατατέμνω «κατακομματιάζω», πρβλ. μέλλ. κατα τμή σω + επιρρμ. κατάλ. δην, (πρβλ. κλή δην, σύρ δην)] … Dictionary of Greek
κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… … Dictionary of Greek
λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] … Dictionary of Greek
λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek