-
1 φύρδαν
φύρδᾱν, φύρδηνin utter confusion: doric (indeclform adverb) -
2 φύρδην
A in utter confusion, A.Pers. 812;φ. μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37
;σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9
;πάντα εἰκῇ καὶ φ. ἐπράττετο Id.30.11.6
; σύρει φ. drags headlong, S. l.c.2 (φύρω 1
) with defilement, σίδαρον.. φ. μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φ. τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9.
См. также в других словарях:
φύρδαν — φύρδᾱν , φύρδην in utter confusion doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύρδην — ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση αρχ. ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», Ξεν. β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).… … Dictionary of Greek