-
1 ουσιών
οὐσίαsum: fem gen plοὐσιάζωmake magically efficacious by applying an: fut part act masc voc sgοὐσιάζωmake magically efficacious by applying an: fut part act neut nom /voc /acc sgοὐσιάζωmake magically efficacious by applying an: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)οὐσιόωinvest with being: pres part act masc voc sg (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: pres part act masc nom sgοὐσιόωinvest with being: pres inf act (doric) -
2 οὐσιῶν
οὐσίαsum: fem gen plοὐσιάζωmake magically efficacious by applying an: fut part act masc voc sgοὐσιάζωmake magically efficacious by applying an: fut part act neut nom /voc /acc sgοὐσιάζωmake magically efficacious by applying an: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)οὐσιόωinvest with being: pres part act masc voc sg (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: pres part act masc nom sgοὐσιόωinvest with being: pres inf act (doric) -
3 ουσίων
οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 οὐσίων
οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)οὐσιόωinvest with being: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 οὐσία
A- ιη Hdt.1.92
, 6.86.ά, SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.); [dialect] Dor. [full] ἐσσία, [full] ὠσία (qq. v.): ἡ: ( ὀντ-, part. of εἰμί sum):—that which is one's own, one's substance, property, Hdt. ll.cc., S.Tr. 911 (s. v. l.), E. HF 337, Hel. 1253 (pl., Fr. 354 (s. v. l.)), Ar.Ec. 729, Lys.18.17, Pl.R. 551b, SIGl.c., etc.; opp. τὰ σώματα (civil status), And.1.74;καλῶς.. ἐπεμελήθη τῶν οὐσιῶν ὑπὲρ τοῦ δημάρχου BSA24.154
(Attica, iv B.C.); εἰ ἐκεκτήμην οὐ. if I had been a man of substance, Lys.24.11;ὑπὲρ τὴν οὐ. δαπανᾶν Diph.32.7
;πατρῴαν οὐ. κατεσθίειν Anaxipp.1.32
, cf. Critias 45 D.; φανερὰ οὐσία real property, immovables, And.1.118; opp. ἀφανής, Lys.32.4; freq. of estates in Egypt, PTeb.6.23 (ii B. C., pl.), BGU650.3 (i A. D.), OGI665.30 (i A. D.), etc.II in Philos., like [dialect] Ion. φύσις (with which it is interchanged in various uses, e. g. Philol. 11, Pl.R. 359a, 359b, Arist.PA 646a25, Thphr.HP6.1.1), stable being, immutable reality, opp.γένεσις, ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια Pl.Ti. 29c
, cf. Sph. 232c;ὧν κίνησις γένεσιν παραλαβοῦσα ἀέναον οὐ. ἐπόρισεν Id.Lg. 966e
;γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐ. δὲ τὸ τέλος Arist.PA 641b32
, cf. 640a18, etc.;ὁδὸς εἰς οὐσίαν Id.Metaph. 1003b7
: hence, being in the abstract, opp. non-being ([etym.] τὸ μὴ εἶναι), Pl.Tht. 185c.2 substance, essence, opp. πάθη ('modes'), Id.Euthphr. 11a;πάθη οὐσίας Arist.Metaph. 1003b7
; opp. συμβεβηκότα ('accidents'), Id.APo. 83a24, PA 643a27;ἡ φύσις [τῆς ψυχῆς] καὶ ἡ οὐ., εἶθ' ὅσα συμβέβηκε περὶ αὐτήν Id.de An. 402a8
.3 true nature of that which is a member of a kind, defined asὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν Pl.Phd. 65d
; as τὸ ὅ ἐστι ib. 92d; asτὸ τί ἐστι Arist.APo. 90b30
; τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐ. Pl.R. 509b; expressed in a formula or definition,ψυχῆς οὐ. τε καὶ λόγον Id.Phdr. 245e
;τὸ τί ἦν εἶναι οὗ ὁ λόγος ὁρισμός, καὶ τοῦτο οὐ. λέγεται Arist.Metaph. 1017b22
; μόνης τῆς οὐ. ἐστὶν ὁ ὁρισμός ib. 1031a1.4 the possession of such a nature, substantiality,ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐ. πρεσβείᾳ.. ὑπερέχοντος Pl.R. 509b
.5 in the concrete, the primary real, the substratum underlying all change and process in nature, applied by Arist. to the atoms of Democritus, Fr. 208; toτὰ ἁπλᾶ σώματα Id.Cael. 298a29
, cf. Metaph. 1017b10;πᾶσαι αἱ φυσικαὶ οὐ. ἢ σώματα ἢ μετὰ σωμάτων γίγνονται Id.Cael. 298b3
, al.;ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι Pl. Sph. 246a
; but also, νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη.. τὴν ἀληθινὴν οὐ. ib.b.6 in Logic, substance as the leading category, Arist. Cat. 1b26, Metaph. 1045b29; αἱ πρῶται οὐ. (individuals), αἱ δεύτεραι οὐ. (species and genera), Id.Cat. 2b5, 2a15 (butὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος.. οὐκ ἔστιν οὐ. ἀλλὰ σύνολόν τι Id.Metaph. 1035b29
, cf. σύνθετος or συνθέτη οὐ. ib. 1043a30, de An. 412a16);ἡ μὲν ψυχὴ οὐ. ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη Id.Metaph. 1037a5
;ἡ ψυχὴ οὐ. ὡς εἶδος Id.de An. 412a19
; ἡ οὐ. ἐντελέχεια ib.21; [ψυχὴ] οὐ. τοῦ ἐμψύχου Id.Metaph. 1035b15
; of the abstract objects of mathematics,μονὰς οὐ. ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐ. θετός Id.APo. 87a36
.7 after Pl. and Arist. in various uses, as ἡ ἄποιος οὐ., = ἡ ὕλη, Zeno Stoic.1.24; κατὰ οὐσίαν, opp. κατὰ δύναμιν ἢ ἐνέργειαν, Polystr.p.12 W.; πᾶς νοῦς ἀμέριστός ἐστιν οὐ. Procl.Inst. 171, cf. Plot.2.4.5, 2.6.1, 4.7.8, 6.1.2, al.8 Pythag. name for I, Theol.Ar.6.III name of a plaster, Aët.15.15,45.IV αἱ οὐ. fireresisting substances, Zos.Alch.p.168 B.; of the four σώματα (copper, tin, lead, iron), Ps.-Democr. ap. eund.p.167 B.V in Magic, a material thing by which a connexion is established between the person to be acted upon and the supernatural agent, e.g. a hair,λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐ. εἰς αὐτήν PMag.Par.1.2949
, cf. PMag.Osl. 1.73; mould from a tomb, PMag.Par.1.435; κυνοκεφάλου οὐ.,.. κυνὸς οὐ., = κόπρος (cf. 2460), ib.2687, etc. -
6 τιμητής
A valuer or assessor of damages or penalties, Pl.Lg. 843d;τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.Rh.Al. 1427b6
; assessor of property, SIG344.123 (Teos, iv B.C.); τῶν οὐσιῶν (of Quirinius in Syria) J.AJ18.1.1; [dialect] Boeot. [full] τιμᾱτάς SIG1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμητής
См. также в других словарях:
οὐσιῶν — οὐσία sum fem gen pl οὐσιάζω make magically efficacious by applying an fut part act masc voc sg οὐσιάζω make magically efficacious by applying an fut part act neut nom/voc/acc sg οὐσιάζω make magically efficacious by applying an fut part act masc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσίων — οὐσιόω invest with being imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) οὐσιόω invest with being imperf ind act 1st sg (doric aeolic) οὐσιόω invest with being imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) οὐσιόω invest with being imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek
Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek