Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὐραγός

См. также в других словарях:

  • ουραγός — ο (Α οὐραγός) 1. ο αρχηγός τής ουραγίας, τής οπισθοφυλακής 2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη νεοελλ. 1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία 2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής… …   Dictionary of Greek

  • οὐραγός — οὐρᾱγός , οὐραγός leader of the rearguard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουραγός — ο 1. στους αρχαίους, αρχηγός οπισθοφυλακής. 2. αξιωματικός που ακολουθεί την ομάδα του σε πορεία. 3. το τελευταίο πλοίο ναυτικής μοίρας σε πλεύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… …   Dictionary of Greek

  • TERGIDUCTOR — officium militare apud Romanos, de quo vide aliquid infra, voce Vigil, it. Virga. Οὐραγὸς Graecis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • URAGUS — Pluto sic dictus, non ab urgendo, ut quidam volunt, sed a Graeco Οὐραγὸς dicitur, hoc est, qui in acie extremam agminis partem ducit. Unde non invenuste ad Ditem trausfertur, qui postremum humanae fabulae actum excipit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανατροπή — η (AM ἀνατροπή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα νεοελλ. 1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας 2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το… …   Dictionary of Greek

  • ουράγιον — οὐράγιον, τὸ (Α) [ουραγός] (κατά τον Ησύχ.) «ἔσχατον» …   Dictionary of Greek

  • ουραγία — η (Α οὐραγία) [ουραγός] η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή νεοελλ. ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής …   Dictionary of Greek

  • ουραγώ — είμαι ουραγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐραγοῖς — οὐραγέω to be pres opt act 2nd sg (attic epic doric) οὐρᾱγοῖς , οὐραγός leader of the rearguard masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»