-
1 ουραγός
-
2 οὐραγός
-
3 ουραγος
-
4 ουραγός
ο1) воен, командир арьергарда; 2) воен, унтерофицер, замыкающий походную колонну; 3) мор. концевой корабль; 4) перен. человек, плетущийся в хвосте, отстающий -
5 οὐραγός
3 in cavalry, rear man in ῥόμβος, Ascl.Tact.7.2.4 one of the ἔκτακτοι attached to a τάξις, ib.2.9, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.4; to a ἑκατονταρχία of light-armed troops, Ascl.Tact.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐραγός
-
6 οὐρᾱγός
οὐρ-ᾱγός, den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem ὄρϑιος λόχος der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht. Übh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Ähren sitzen -
7 ουραγιος
-
8 ουραγώ
οὐραγέωto be: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οὐραγέωto be: pres ind act 1st sg (attic epic doric)οὐρᾱγῶ, οὐραγόςleader of the rearguard: masc gen sg (doric aeolic)——————οὐρᾱγῷ, οὐραγόςleader of the rearguard: masc dat sg -
9 οὐρ-άγιος
-
10 οὐρ-ᾱγέω
-
11 οὐρ-ᾱγία
οὐρ-ᾱγία, ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v. l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
-
12 ουραγοίς
οὐραγέωto be: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)οὐρᾱγοῖς, οὐραγόςleader of the rearguard: masc dat pl -
13 οὐραγοῖς
οὐραγέωto be: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)οὐρᾱγοῖς, οὐραγόςleader of the rearguard: masc dat pl -
14 ουραγού
οὐραγέωto be: imperf ind mp 2nd sg (attic)οὐραγέωto be: pres imperat mp 2nd sg (attic)οὐραγέωto be: imperf ind mp 2nd sg (attic)οὐρᾱγοῦ, οὐραγόςleader of the rearguard: masc gen sg -
15 οὐραγοῦ
οὐραγέωto be: imperf ind mp 2nd sg (attic)οὐραγέωto be: pres imperat mp 2nd sg (attic)οὐραγέωto be: imperf ind mp 2nd sg (attic)οὐρᾱγοῦ, οὐραγόςleader of the rearguard: masc gen sg -
16 ουραγοί
-
17 οὐραγοί
-
18 ουραγούς
-
19 οὐραγούς
-
20 ουραγών
οὐραγέωto be: pres part act masc nom sg (attic epic doric)οὐρᾱγῶν, οὐραγόςleader of the rearguard: masc gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ουραγός — ο (Α οὐραγός) 1. ο αρχηγός τής ουραγίας, τής οπισθοφυλακής 2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη νεοελλ. 1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία 2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής… … Dictionary of Greek
οὐραγός — οὐρᾱγός , οὐραγός leader of the rearguard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουραγός — ο 1. στους αρχαίους, αρχηγός οπισθοφυλακής. 2. αξιωματικός που ακολουθεί την ομάδα του σε πορεία. 3. το τελευταίο πλοίο ναυτικής μοίρας σε πλεύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… … Dictionary of Greek
TERGIDUCTOR — officium militare apud Romanos, de quo vide aliquid infra, voce Vigil, it. Virga. Οὐραγὸς Graecis … Hofmann J. Lexicon universale
URAGUS — Pluto sic dictus, non ab urgendo, ut quidam volunt, sed a Graeco Οὐραγὸς dicitur, hoc est, qui in acie extremam agminis partem ducit. Unde non invenuste ad Ditem trausfertur, qui postremum humanae fabulae actum excipit … Hofmann J. Lexicon universale
ανατροπή — η (AM ἀνατροπή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα νεοελλ. 1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας 2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το… … Dictionary of Greek
ουράγιον — οὐράγιον, τὸ (Α) [ουραγός] (κατά τον Ησύχ.) «ἔσχατον» … Dictionary of Greek
ουραγία — η (Α οὐραγία) [ουραγός] η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή νεοελλ. ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής … Dictionary of Greek
ουραγώ — είμαι ουραγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐραγοῖς — οὐραγέω to be pres opt act 2nd sg (attic epic doric) οὐρᾱγοῖς , οὐραγός leader of the rearguard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)