-
21 οίνος
wineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οίνος
-
22 πολύ-οινος
πολύ-οινος, weinreich; im superl. Thuc. 1, 138; Sp.
-
23 πάρ-οινος
-
24 φιλό-οινος
φιλό-οινος, poet. statt φίλοινος, Agath. 16 (V, 261).
-
25 φίλ-οινος
-
26 μύσ-οινος
-
27 κάτ-οινος
-
28 εὔ-οινος
-
29 δύς-οινος
-
30 θέ-οινος
-
31 ἀ-πλήστ-οινος
ἀ-πλήστ-οινος, ἀρυσάναι, unersättlich im Wein, Timon. bei Ath. X, 445 e.
-
32 ἀβροτονιτης οῖνος
ἀβροτονιτης οῖνος, mit Abrotonum abgezogener Wein, Dioscor.
-
33 ἄ-οινος
ἄ-οινος, ohne Wein, sowohl von Menschen, die keinen Wein trinken, als von Gegenden, die keinen Wein hervorbringen, Xen. Cyr. 6, 2, 26. 27; κρήνη νηφαντικὴ καὶ ἄοινος Plat. Phil. 61 c; χοαί, ϑυμώματα, Opfer, bei denen kein Wein gespendet wird, Aesch. Eum. 107. 822; wie sie die Eumeniden erhalten, die davon selbst ἄοινοι heißen, Soph. O. C. 100; συμπόσιον, Gelag ohne Wein, Theophr. bei Plut. Symp. 5, 5, 2; μέϑη, ein Rausch, der nicht durch Wein bewirkt ist, ib. 8 prooem.; Arist. comp. ἀοινοτέρα τροφή, mit weniger Wein, pol. 7, 15, 1.
-
34 ὑπέρ-οινος
ὑπέρ-οινος, den Wein übermäßig liebend, Polyaen. 8, 25, 1.
-
35 ἔπ-οινος
-
36 ἔν-οινος
-
37 ἔξ-οινος
-
38 ὕπ-οινος
-
39 ἡδύ-οινος
-
40 ἀβροτονιτης οῖνος
См. также в других словарях:
οινός — οἰνός, ὁ (Α) [οίνη (II)] η οίνη* (II) … Dictionary of Greek
οἶνος — the ace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
Οἶνος ἦν ἀληθής. — οἶνος ἦν ἀληθής. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. — οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. — οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οίνος — ο οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από το χυμό του σταφυλιού, αλλ. κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οἶνε — οἶνος the ace masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶνοι — οἶνος the ace masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)